Σελίδες

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ




Η ιστορία του αρχαίου κόσμου παρουσιάζεται συνήθως από εθνικιστική
σκοπιά με σκοπό να εξυπηρετήσει όχι την ιστορία και την επιστήμη, αλλά
εθνικιστικά ή και ρατσιστικά "ιδεώδη".





FREE photo hosting by Fih.gr
Στο κείμενό μου αυτό θα πρέπει να κάνω μια
αναγκαία διευκρίνηση για τους φίλους του ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ. Η προσοχή μου
στρέφεται, όχι αφηρημένα και τυπικά στην σταχυολόγηση αρχαιοελληνικών σημείων
αναφοράς στο έργο του Μαρξ, αλλά στη συγκεκριμένη σχέση του μαχόμενου
μαρξισμού με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Όταν μιλούμε για την ιστορία -
γενικότερα - του αρχαίου κόσμου, εννοούμε συνήθως την ιστορία των αρχαίων
κοινωνιών της λεκάνης της Μεσογείου, από την εμφάνισή τους κι ως τα τέλη της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (δηλ. ως τον 5ο αιώνα μ.Χ). Οι ρίζες του αρχαίου κόσμου
χάνονται βαθιά στην αρχαιότητα. Σήμερα η επιστήμη και οι ιστορικοί
παραδέχονται ότι η ιστορία της Μεσογείου αρχίζει κάμποσες χιλιάδες χρόνια π.Χ.
Πιο παλιά από την ιστορία της Ελλάδας είναι η ιστορία της Κρήτης και άλλων
περιοχών της Μεσογείου. Η καθαυτό όμως αρχαία ιστορία (η ελληνο-ρωμαϊκή
ιστορία) αρχίζει από τα τέλη της 2ης χιλιετηρίδας, π.Χ., δηλ. από τη λεγόμενη
Ομηρική εποχή. Η ιστορία του αρχαίου κόσμου παρουσιάζεται συνήθως από
εθνικιστική σκοπιά με σκοπό να εξυπηρετήσει όχι την ιστορία και την επιστήμη,
αλλά εθνικιστικά ή και ρατσιστικά "ιδεώδη". Όμως η γνώση της ιστορίας του
αρχαίου κόσμου είναι αναγκαία στο σύγχρονο άνθρωπο, γιατί εκτός των άλλων
πλαταίνει τον πνευματικό του ορίζοντα και θέτει πολλά ενδιαφέροντα προβλήματα
που μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε πληρέστερα το σύγχρονο κόσμο, δείχνοντάς
μας τις ιστορικές του ρίζες.

Βήχος Παναγιώτης


Η Ελληνική ιστορία μας δίνει ένα κλασικό υπόδειγμα του περάσματος από το πρωτόγονο κοινοτικό καθεστώς στη δουλοκτητική κοινωνία.

(Δες το βιβλίο του Παν. Βήχου "Το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα" Εκδ. "ΛΑΪΝΑ", 1984).Το παράδειγμα των ελληνικών κρατών, και ιδιαίτερα της Αθήνας, μας δίνει τη δυνατότητα καλύτερα από κάθε άλλο να παρακολουθήσουμε πώς εξελίχτηκε το κράτος "εν μέρει με τη μεταβολή των οργάνων του καθεστώτος των γενών, εν μέρει με τον παραγκωνισμό τους από νέα όργανα που βγήκαν στη μέση, και, τέλος, με την ολοκληρωτική αντικατάστασή τους από πραγματικά όργανα κρατικής εξουσίας" (Φ. Ενγκελς, "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους").

Σε διάφορους έλληνες συγγραφείς βρίσκουμε ζωντανές περιγραφές της σκληρής ταξικής πάλης ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους, ανάμεσα σε κείνους που είχαν όλα τα δικαιώματα και σε κείνους που δεν είχαν κανένα. Στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης στην Ελλάδα εμφανίστηκαν διάφορες μορφές δουλοκτητικών κρατών. "Ακόμα από τότε παρουσιάζεται η διαφορά ανάμεσα στη μοναρχία και τη δημοκρατία, ανάμεσα στην αριστοκρατία και τη δημοκρατία" (Β. Ι. Λένιν, "Για το κράτος", Άπαντα, τομ. 24ος, σελ. 369). Οι Έλληνες άπλωσαν την πολιτιστική επιρροή τους σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Μεσογείου. Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν στην Ιταλία, στη Σικελία, στο έδαφος της σημερινής Γαλλίας, στην Αίγυπτο κλπ. Αποικίες είχαν οι Έλληνες και στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας!

Όλος ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός - και κατά ένα μέρος και ο μή ευρωπαϊκός - αναπτύχθηκε στη βάση του αρχαίου πολιτισμού. Χωρίς τη γνώση της αρχαίας ιστορίας δε μπορούμε να καταλάβουμε πολλούς από τους θεσμούς των κατοπινών περιόδων - την ιστορία της τέχνης, τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, το θέατρο, τους σύγχρονους πολιτικούς, επιστημονικούς και άλλους όρους. Ο αρχαίος κόσμος, μ΄ όλη την πολυμορφία του, προβάλλει μπροστά στο κάθε βήμα τόσο της κοινωνικής όσο και της ιδιωτικής ζωής.

Οι Έλληνες και ο ρωμαϊκός πολιτισμός αποτελούν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας. Ο ελληνικός πολιτισμός, στην έκταση και στο περιεχόμενό του, είναι τεράστιος και πολύμορφος. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των μνημείων του ελληνικού πολιτισμού είναι η πρωτοτυπία, το βάθος των αισθημάτων, η απλότητα κι η αρμονία ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Οι έλληνες στοχαστές, καλλιτέχνες και επιστήμονες με τα έργα τους που "εξακολουθούν ακόμα να μας προξενούν καλλιτεχνική απόλαυση και από μια ορισμένη άποψη διατηρούν την αξία του μέτρου και του άφθαστου πρότυπου", (Κ. Μάρξ "Κριτική της πολιτικής οικονομίας") έβαλαν τη σφραγίδα της πάλης των ιδεών, των παθών και των ιδανικών της εποχής τους. Γι΄ αυτό, τα έργα των ελλήνων κλασικών, τα μνημεία της αρχαίας τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας έχουν μεγάλη σημασία και για την εποχή μας, την εποχή της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και της κρίσης του καπιταλισμού.

Στη Φιλοσοφία - λέει ο Ενγκελς - όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, αναγκαζόμαστε κάθε τόσο να ξαναγυρνούμε "στις κατακτήσεις του μικρού αυτού λαού, που τα καθολικά του χαρίσματα και η δραστηριότητά του του εξασφάλισαν στην ιστορία της εξέλιξης της ανθρωπότητας μια θέση που κανείς άλλος λαός δε μπορεί να του τη διεκδικήσει... στις πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας υπάρχουν κιόλας, σε εμβρυακή κατάσταση, στην πορεία της ανάπτυξής τους, όλες σχεδόν οι απόψεις των κατοπινών θεωριών για τον κόσμο". (Φ. Ενγκελς, "Διαλεκτική της Φύσης").

Είναι αξιοσημείωτο ότι η στροφή στην ιστορία του δυτικού-ευρωπαϊκού πολιτισμού, αρχίζει με την εποχή της Αναγέννησης, δηλ. ακριβώς με την αναβίωση της ελληνικής αρχαιότητας. "Μέσω των χειρογράφων που σώθηκαν με την πτώση του Βυζαντίου, μέσω των αρχαίων αγαλμάτων που ξεθάφτηκαν από τα ερείπια της Ρώμης, μπροστά στην έκθαμβη Δύση ορθώθηκε ένας νέος κόσμος - η ελληνική αρχαιότητα. Μπροστά στις φωτεινές μορφές της εξαφανίστηκαν οι οπτασίες του Μεσαίωνα" (Φρ. Ενγκελς "Διαλεκτική της Φύσης").

Η "οικοδόμηση της διαλεχτικής" είναι εκείνη η φυσική εκπαίδευση των επαναστατικών στελεχών να συλλαμβάνουν την αντιφατική κίνηση του αντικειμενικού κόσμου της ταξικής πάλης και τον τρόπο που αυτή αντανακλάται στη συνείδηση, μέσα από την αισθητηριακή δραστηριότητα της οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος, δραστηριοποιώντας και αλληλοδιεισδύοντας στο σώμα της ιστορικά αποχτημένης κομματικής γνώσης, οδηγώντας μέσα από ανάλυση στη σύλληψη του τρόπου που η ουσία της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής κρίσης του καπιταλισμού εκδηλώνεται με άπειρες μορφές σε κάθε χώρα, στη σύλληψη των νόμων της καπιταλιστικής παρακμής που τώρα λειτουργούν ανεμπόδιστα, στην αναγκαιότητα της διαμόρφωσης μιας επαναστατικής πολιτικής γραμμής που καθοδηγεί την πράξη της καταστροφής αυτού του συστήματος και της εγκαθίδρυσης της εργατικής εξουσίας.

Αν, όπως λέει ο Λένιν, "η Ελληνική Φιλοσοφία υπόδειξε όλες τις στιγμές" της ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης που πάνω τους θεμελιώνεται η θεωρία της γνώσης και η διαλεχτική, τότε και αυτή αποτελεί μια από τις στιγμές της συνολικής πράξης της γνώσης της ανθρωπότητας. Ποια είναι αυτή, το εξηγεί ο Ενγκελς όταν μιλάει για την "διαλεχτική φιλοσοφία στις ιστορικά υπάρχουσες μορφές της". Και ξεχωρίζει δύο, από αυτές τις μορφές: "Η πρώτη απ΄ αυτές είναι η ελληνική φιλοσοφία. Εδώ η διαλεχτική σκέψη ακόμη εμφανίζεται με την αρχαϊκή της απλότητα, ακόμη αδιατάραχτη από τα γοητευτικά εμπόδια που η μεταφυσική του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα - ο Μπέικον και ο Λοκ στην Αγγλία, ο Βολφ στη Γερμανία - έβαλε στο δρόμο της, και με τα οποία εμπόδισε την ίδια της την πρόοδο, από μια κατανόηση του μέρους προς μια κατανόηση του όλου, προς μια σύλληψη της γενικής αλληλοσύνδεσης των πραγμάτων. Ανάμεσα στους Έλληνες - ακριβώς επειδή δεν ήταν ακόμη αρκετά προοδευμένοι ώστε να ανατάξουν, να αναλύσουν τη φύση - η φύση θεωρείται ακόμη σαν ένα όλο, γενικά. Η καθολική σύνδεση των φυσικών φαινομένων δεν αποδείχνεται σε σχέση με τα επιμέρους, για τους έλληνες είναι το αποτέλεσμα άμεσης ενατένισης. Εδώ βρίσκεται η ανεπάρκεια της ελληνικής φιλοσοφίας, που εξαιτίας της αναγκάστηκε αργότερα να υποχωρήσει μπροστά σε άλλους τρόπους θεώρησης του κόσμου.

Αλλά εδώ επίσης βρίσκεται η ανωτερότητά της απέναντι σε όλους τους κατοπινούς τους μεταφυσικούς αντίπαλους. Αν σε σχέση με τους Έλληνες η μεταφυσική είχε δίκιο στα επιμέρους, σε σχέση με τη μεταφυσική, οι Έλληνες είχαν δίκιο γενικά. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που υποχρεωνόμαστε στη φιλοσοφία, όπως σε τόσο πολλούς άλλους τομείς, να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα επιτεύγματα αυτού του μικρού λαού που τα καθολικά του ταλέντα και δραστηριότητες του εξασφάλισαν μια θέση στην ιστορία της ανθρώπινης ανάπτυξης που κανείς άλλος λαός δεν μπορεί ποτέ να διεκδικήσει. Ο άλλος λόγος, όμως, είναι ότι οι πολυποίκιλες μορφές της ελληνικής φιλοσοφίας περιέχουν σε έμβρυο, εν τω γεννάσθαι τρόπους θεώρησης του κόσμου" (Φ. Ενγκελς, "Διαλεχτική της Φύσης", εκδ. Progress, σελ. 45-46).

Η άλλη μορφή διαλεχτικής που διακρίνει ο Ενγκελς είναι η κλασική γερμανική φιλοσοφία, από τον Καντ στον Χέγκελ. Αν αρνηθεί κανείς την ιδεαλιστική αφετηρία του Χέγκελ και απορρίψει το δογματικό περιεχόμενο του συστήματός του, "απομένει και πάλι η χεγκελιανή διαλεχτική. Είναι προς τιμήν του Μαρξ, ότι, σε αντίθεση με τους "δύστροπους, αλλαζονικούς, μέτριους Επίγονους που τώρα λένε μεγάλα λόγια στη Γερμανία", ταυτόχρονα αυτός ήταν ο πρώτος που ξανάφερε στο προσκήνιο την ξεχασμένη διαλεχτική μέθοδο, τη σύνδεσή της με τη χεγκελιανή διαλεχτική και τη διάκρισή της απ΄ αυτή, και που ονα εφάρμοσε, στο "Κεφάλαιο", αυτή τη μέθοδο στα δεδομένα μιας εμπειρικής επιστήμης, της πολιτικής οικονομίας" Φ. Ενγκελς, ο.π.π., σελ. 47-4.

Όταν, λοιπόν εξετάζουμε τη σχέση του μαρξισμού με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, μπορούμε να το κάνουμε μόνο από τη σκοπιά του ποιά στιγμή αντιπροσωπεύει αυτή μέσα στο όλο της παγκόσμιας ιστορίας, και μόνο μέσα από το πρίσμα των υλιστικά επεξεργασμένων επιστημονικών εννοιών και κατηγοριών της χεγκελιανής διαλεχτικής.

Στις συνθήκες της εποχής του, στην περίοδο της ορμητικής ανάπτυξης του καπιταλισμού και των πρώτων πολιτικών σκιρτημάτων του νεογέννητου προλεταριάτου, λιγότερο από μια δεκαετία πριν το μεγάλο επαναστατικό κύμα του 1848, ο Μαρξ στρέφεται στο ερώτημα που έθετε η κοινωνική πραγματικότητα και που είχε επεξεργαστεί στην ανώτερη και πιο συμπυκνωμένη φιλοσοφική μορφή του η γερμανική ιδεολογία, από τον Καντ μέχρι τον Χέγκελ: η αντίφαση ανάμεσα στην ουσία, όπως τη συνελάμβανε η φιλοσοφική σκέψη, και την ύπαρξη, όπως εμφανιζόταν μέσα στην αναπτυσσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Στην αντιμετώπιση του ερωτήματος, ο Μαρξ απομακρύνεται από την καντιανή και χεγκελιανή θεώρηση της αντίφασης σαν αντίφασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην έννοια των πραγμάτων και προσανατολίζεται στην ανίχνευσή της μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Αυτός ο προσανατολισμός θα τον οδηγήσει αργότερα στη θέση ότι η φιλοσοφία πρέπει να πραγματωθεί και η πραγματικότητα να γίνει φιλοσοφική. Όταν λοιπόν αναζητά την "οντολογική θεμελίωση της ανθρώπινης ελευθερίας", την αναζητά όχι πέρα ή από το είναι, αλλά μέσα στο είναι. Επιστρέφει στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, επειδή αυτή στο σύνολό της περιστρέφεται ακριβώς γύρω από αυτή την αντίφαση. Είναι η θεωρητική αντανάκλαση εκείνης της ιστορικής στιγμής, όπου η ουσία της καθολικής ύλης σε κίνηση πρωτοφανερώνει τις εκφάνσεις της μέσα στην κοινωνική συνείδηση, χωρίς ακόμη να μπορεί να έρθει σε ύπαρξη, γιατί οι ιστορικοί περιορισμοί της αρχαίας κοινωνίας δεν παρείχαν ακόμη τους υλικούς όρους για τη σύλληψη των νόμων της εμφάνισης αυτής της ουσίας μέσα από τις επιμέρους μορφές των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Ενγκελς στο απόσπασμα από τη "Διαλεχτική της Φύσης" που προαναφέραμε, η αρχαιοελληνική φιλοσοφία παραμένει προσανατολισμένη στο αφηρημένο καθολικό, γιατί οι Αρχαίοι δεν ήταν ακόμη αρκετά αναπτυγμένοι ώστε να ερευνήσουν το επιμέρους. Επεξεργάζονται στο ανώτερο επίπεδο αφαίρεσης τις έννοιες της σκέψης και της γνώσης με την απαγωγική μέθοδο της συναγωγής συμπερασμάτων από γενικές αρχές, γιατί η περιορισμένη κοινωνική γνώση δεν επιτρέπει μια βαθύτερη λογική και ιστορική ανάλυση που θα είναι ταυτόχρονα και σύνθεση, με την ενότητα της απαγωγής και της επαγωγής. Γι΄ αυτούς, το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στο Λόγο και την εμπειρική κατανόηση του αντικειμενικού κόσμου μέσα από την κοινωνική πράξη, μόνο αφηρημένα μπορεί να τεθεί και να απαντηθεί.

Επιπλέον, ο Μαρξ επιλέγει μέσα στο σύνολο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας τον Επίκουρο για δύο λόγους. Πρώτο, γιατί σαν εκπρόσωπος ενός φιλοσοφικού ρεύματος στην εποχή της παρακμής της κλασσικής φιλοσοφίας, εκφράζει τη μετάβαση προς τον νεότερο τρόπο σκέψης. Δεύτερο, γιατί σαν μια τέτοια μετάβαση, αποκαλύπτει με τον καθαρότερο τρόπο τόσο τα ιστορικά όρια, όσο και την κινητήρια αντίφαση της αρχαίας φιλοσοφίας στο σύνολό της. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ίδιος: "... αν τα προγενέστερα συστήματα είναι πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα σε σχέση με το περιεχόμενο της ελληνικής φιλοσοφίας, τα μετααριστοτελικά και ιδιαίτερα ο κύκλος της επικούρειας, στωικής και σκεπτικής σχολής, είναι εξίσου (πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα) σε σχέση με την υποκειμενική της μορφή, με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της", ("Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας", ο.π.π., σελ. 69).

Ξεκινώντας από το παρόν του, ο Μαρξ ανατρέχει στον Επίκουρο, έναν από τους κατ΄ εξοχήν φιλόσοφους της "αυτοσυνείδησης" - σύμφωνα με την ορολογία των νεοχεγκελιανών - γιατί ερευνά μέσα στην πραγματικότητα της ιστορίας την αντίφαση ανάμεσα στο όλο προτσές της ανθρωπότητας και στον συγκεκριμένο άνθρωπο. Αυτό θα τον οδηγήσει αργότερα στην έρευνα των κοινωνικών σχέσεων και των υλικών τους βάσεων στην πάλη του κοινωνικού ανθρώπου με τη φύση, κάτι που θα κάνει αφού προηγούμενα λύσει τους λογαριασμούς του με τον ιδεαλισμό.

Στη μελέτη του ο Μαρξ χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο των χεγκελιανών εννοιών. Σε αυτό, βρίσκεται σε ενότητα με τον Χέγκελ. Ο τελευταίος, όμως, σαν ιδεαλιστής, μπορεί να κάνει μόνο μια αφηρημένη θεωρησιακή έκθεση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αξίζει να δούμε πώς αυτός προσεγγίζει τον Επίκουρο στην "Ιστορία της Φιλοσοφίας", όπως την διαβάζει υλιστικά ο Λένιν στα "Φιλοσοφικά Τετράδια". Πολύ χαρακτηριστικά, η πλειοψηφία των σχολίων του Λένιν πάνω στο κείμενο του Χέγκελ υπογραμμίζει τον εχθρικό, συκοφαντικό και προσβλητικό τρόπο με τον οποίο ο ιδεαλιστής αντιμετωπίζει τον υλιστή Επίκουρο. Ανάμεσα στα άλλα, όμως, ο Λένιν ξεχωρίζει και παραθέτει το εξής απόσπασμα:

"Γι΄ αυτή τη μέθοδο (της Επικούρειας φιλοσοφίας) μπορούμε να πούμε γενικά ότι κατέχει με τον ίδιο τρόπο μια πλευρά από την οποία έχει αξία. Ο Αριστοτέλης και οι πιο αρχαίοι φιλόσοφοι ξεκινούσαν στην φυσική φιλοσοφία από την καθολική a priori, και από αυτή ανάπτυσσαν την Έννοια. Αυτή είναι η μια πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι η αναγκαία, ότι πρέπει κανείς να επεξεργαστεί την εμπειρία σε καθολικότητα, ότι οι νόμοι πρέπει να προσδιοριστούν, δηλαδή, ότι το αποτέλεσμα που απορρέει από την αφηρημένη ιδέα πρέπει να συμπίπτει με την γενική σύλληψη στην οποία έχουν οδηγήσει η εμπειρία και η παρατήρηση. Το a priori είναι ΄στον Αριστοτέλη, για παράδειγμα, εξαιρετικότατο, αλλά όχι αρκετό, γιατί του λείπει η σύνδεση και σχέση με την εμπειρία και παρατήρηση. Αυτή, η ανάπτυξη του μερικού προς το γενικό είναι η ανακάλυψη νόμων, φυσικών δυνάμεων, και λοιπά. Μπορεί να λεχτεί ότι ο Επίκουρος είναι ο εφευρέτης της εμπειρικής φυσικής ψυχολογίας. Σε αντίθεση με τους σκοπούς των στωικών, συλλήψεις της κατανόησης, βρίσκεται η εμπειρία, το αισθητηριακό παρόν. Εκεί, έχουμε αφηρημένη, περιορισμένη κατανόηση, χωρίς αλήθεια καθεαυτή, και επομένως χωρίς την παρουσία και την πραγματικότητα της φύσης. Εδώ, έχουμε αυτή την αίσθηση της φύσης, που είναι πιο αληθινή από αυτές τις άλλες υποθέσεις", (496-497)", (Λένιν, ο.π.π., σελ. 296).

Και προσθέτει ο Λένιν:

(ΑΥΤΟ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ).

Σ΄ αυτό το σημείο, που "πλησιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά τον διαλεχτικό υλισμό" ο Χέγκελ, είναι που ο Μαρξ επικεντρώνει την προσοχή του στη μελέτη της Επικούρειας φιλοσοφίας. Σε αντίθεση, όμως, με τον Χέγκελ, και παρόλο που παραμένει ιδεαλιστής ο ίδιος, ο Μαρξ δεν είναι καθόλου εχθρικός απέναντι στον Επίκουρο.

Ενώ ο Χέγκελ απλά απορρίπτει την Επικούρεια μορφή του υλισμού, ο Μαρξ αφαιρεί τη λογική της. Ετσι, γράφει ότι "... ο Επίκουρος εξαντικειμενικεύει την αντίφαση ουσίας και ύπαρξης, η οποία εμπεριέχεται στην έννοια του ατόμου, κι έτσι δημιουργεί την ατομιστική επιστήμη, ενώ ο Δημόκριτος δεν εφαρμόζει τη θεωρητική του αρχή, αλλά παραμένει στην υλική πλευρά και διατυπώνει υποθέσεις με σκοπό τη μελέτη της εμπειρίας", ("Διαφορές...", ο.π.π., σελ. 101)

Και το τελικό του συμπέρασμα, που πρέπει να συγκριθεί με το απόσπασμα του Χέγκελ που παραθέσαμε, είναι: "Αρχή της επικούρειας φιλοσοφίας δεν είναι λοιπόν η γαστρολογία του Αρχεστράτου, όπως νομίζει ο Χρύσιππος, παρά η απολυτότητα και η ελευθερία της αυτοσυνειδησίας, αν και η αυτοσυνειδησία γίνεται αντιληπτή μονάχα με την ατομική της μορφή. Αν η αφηρημένη - ατομική αυτοσυνειδησία θεωρηθεί ως απόλυτη αρχή, τότε βέβαια κάθε αληθινή και πραγματική επιστήμη αίρεται, στον βαθμό που η ατομικότητα δεν κυριαρχεί στην φύση των πραγμάτων. Ωστόσο συνάμα καταρρέει και καθετί υπερβατικό ως προς την ανθρώπινη αυτοσυνειδησία, καθετί που ανήκει στην ευφάνταστη νόηση. Αν, αντίθετα, αναγορευθεί σε γενική αρχή η αυτοσυνειδησία, η οποία γνωρίζει τον εαυτό της μονάχα ως αφηρημένη γενικότητα, τότε ανοίγει ο δρόμος για τον δεισιδαίμονα και ανελεύθερο μυστικισμό. Την ιστορική απόδειξη γι΄ αυτό μας την δίνει η στωική φιλοσοφία. Γιατί η αφηρημένη - γενική αυτοσυνειδησία έχει εντός της την ορμή να ζητά την αυτοεπιβεβαίωσή της στα ίδια τα πράγματα, τα οποία (ωστόσο) παρέχουν την τέτοια αυτοεπιβεβαίωση μονάχα όταν η αυτοσυνειδησία τα αρνιέται...

Η ατομιστική θεωρία, με όλες τις αντιφάσεις της, βρήκε στον Επίκουρο την διεξοδική της διατύπωση και τελειοποίηση ως φυσική επιστήμη της αυτοσυνειδησίας (αυτοσυνειδησίας, η οποία για τον εαυτό της, ως αφηρημένη ατομικότητα, παρουσιάζεται σαν απόλυτη αρχή) ίσαμε την έσχατη συνέπεια (δηλ. την κατάλυση της ατομικής αυτοσυνειδησίας και την συνειδητή της αντίθεση προς το Γενικό). Για τον Δημόκριτο, απεναντίας, το άτομο είναι απλώς η γενική αντικειμενική έκφραση της εμπειρικής φυσικής έρευνας στο σύνολό της. Ετσι το άτομο παραμένει γι΄ αυτόν καθαρή και αφηρημένη κατηγορία, υπόθεση, η οποία συνιστά το αποτέλεσμα της εμπειρίας και όχι την ενεργητική της αρχή και η οποία επομένως δεν πραγματώνεται, το ίδιο, όπως και η πραγματική έρευνα της φύσης δεν καθορίζεται απ΄ αυτήν", (ο.π.π., σελ. 120-121).

Έτσι ο Μαρξ μας δείχνει τον τρόπο της προσέγγισης της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, όχι για τυπικές συγκρίσεις και αναλογίες, αλλά για την πληρέστερη κατανόηση της σύγχρονης πραγματικότητας από τη σκοπιά της μάχης. Σε σχέση με τον Επίκουρο, περιοριζόμαστε να τονίσουμε εδώ ότι στη φιλοσοφία του, μόνο όπως την επεξεργάζεται ο Μαρξ στην "Διατριβή" του και υλιστικά θεωρημένη βρίσκονται σε σπέρμα τα θεωρητικά όπλα για την φιλοσοφική σύλληψη των πιο σύγχρονων επιτευγμάτων της φυσικής επιστήμης.

Κάποιοι συγγραφείς αναπτύσσουν την ανάλυση του Μαρξ στο "Κεφάλαιο" για τους ιστορικούς περιορισμούς της αρχαίας κοινωνίας, που εμπόδιζαν τον Αριστοτέλη να συλλάβει την έννοια της αξίας μέσα στην κοινωνική πραχτική της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Θέλει εδώ να τονίσει την ιστορική υλιστική ανάλυση για την σχετικότητα της ιδεολογίας. Ο Μαρξ, όμως, κάνει μια τέτοια ανάλυση στα πλαίσια της έρευνάς του για το νόμο της αξίας με τη μέθοδο της υλιστικής διαλεχτικής. Δεν παραλείπει να τονίσει ο ίδιος τη χρήση της διαλεχτικής λογικής, από κοινού με τον Χέγκελ. Έτσι, όταν αναφέρεται στις μορφές της αξίας, σημειώνει: "Τέτοιες εκφράσεις σχέσεων γενικά, που ονομάζονται από τον Χέγκελ αντανακλαστικές - κατηγορίες, αποτελούν μια πολύ περίεργη τάξη. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος είναι βασιλιάς μόνο επειδή άλλοι άνθρωποι βρίσκονταν στη σχέση υπηκόων σε αυτόν. Αυτοί, αντίθετα, φαντάζονται ότι είναι υπήκοοι επειδή εκείνος είναι βασιλιάς", ("Κεφάλαιο", τόμος 1, αγγλική έκδοση Μόσχας, σελ. 57, υποσημείωση). Μόνο από αυτή την άποψη κάνει μια ιστορική ανάλυση των μορφών της αξίας, και έτσι εξηγεί ο ίδιος γιατί αναφέρεται στον Αριστοτέλη:

"Οι δυο τελευταίες ιδιαιτερότητες της ισοδύναμης μορφής θα γίνουν πιο κατανοητές αν γυρίσουμε στον μεγάλο στοχαστή που ήταν ο πρώτος που ανάλυσε τόσο πολλές μορφές, είτε της σκέψης, της κοινωνίας, ή της Φύσης, και ανάμεσά τους επίσης την μορφή της αξίας. Εννοώ τον Αριστοτέλη", (ο.π.π., σελ. 59).

«Το ζήτημα μιας ορθής φιλοσοφικής διδασκαλίας, δηλ. μιας σωστής μεθόδου σκέψης, έχει τόση αποφασιστική σημασία για ένα επαναστατικό κόμμα, όση έχει ένα παλιό μηχανουργικό τμήμα για την παραγωγή. Είναι ακόμα δυνατό να υπερασπίσει κανείς την παλιά κοινωνία με τις υλικές και διανοητικές μέθοδες που έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν. Είναι όμως εντελώς αδιανόητο να ανατραπεί αυτή η κοινωνία και να οικοδομηθεί μια νέα, χωρίς πρώτα να αναλυθούν κριτικά οι τωρινές μέθοδες».

(Λ. Τρότσκι, «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού»)

«Ο σχολαστικισμός και η παπαδοσύνη πήρανε καθετί το νεκρό από τον Αριστοτέλη, όχι όμως το ζωντανό. Η παπαδοσύνη σκότωσε το ζωντανό στον Αριστοτέλη και διαιώνισε ότι ήταν νεκρό σ’ αυτόν».

(Λένιν: Τόμος 38, σελ. 368-369, αγγλ. Έκδοση)

Σύντροφοι η αστική τάξη στην άνοδο της, με το στόμα του Λούθηρου, αποκήρυσσε τον Αριστοτέλη ονομάζοντας τον «καταραμένο, υπερόπτη, κακόπιστο, που με τα σφαλερά και ψεύτικα λόγια του παρασύρει τους καλύτερους χριστιανούς μέχρι σημείου παραφροσύνης. Ο Θεός, για τις αμαρτίες μας, μας τιμώρησε μ’ αυτόν!». Ο Καρτέσιος καταπολεμά τον σχολαστικό αριστοτελισμό με τον Λόγο περί Μεθόδου» και «κατατροπώνει οριστικά το φάντασμα του Αριστοτέλη», ενώ λίγα χρόνια πριν, το 1619, καίγεται στην πυρά της Ιερής Εξέτασης ο αριστοτελικός Καίσαρ Βασίνι με την κατηγορία του «αιρετικού».

Η μπουρζουαζία δεν ξαναζωντανεύει, τις τελευταίες δεκαετίες, το φάντασμα του Αριστοτέλη, επειδή αποφάσισε να εγκαταλείψει την αντιθεωρητική της στάση. Γυρίζει από μια εντελώς αντιδραστική σκοπιά: Ανακοινώσεις, κυρίως από έλληνες και ανατολικούς αφιερώνονται στις θεωρίες του Αριστοτέλη για το Κράτος, την Ελευθερία, την Ευθύνη, ενώ παραχώνονται στο περιθώριο των συζητήσεων η υποστήριξη του Αριστοτέλη στη δουλεία. «Σημαντικότατη» θεωρήθηκε η ανακοίνωση που έκανε πριν 26 χρόνια ο καθηγητής Κ. Δεσποτόπουλος, για λογαριασμό του Κορνήλιου Καστοριάδη (Καρντάν). Η έξαρση αυτή τότε – αλλά και τώρα – για τον «πρακτικό στοχασμό» του Αριστοτέλη, δεν είναι ένα ακόμα κρούσμα προγονοπληξίας της αστικής μας τάξης. Αντανακλά το αδιέξοδο της, το αδιέξοδο της αστικής φιλοσοφίας στο 2004, ιδιαίτερα στους κόλπους της αναλυτικής σχολής, που αποκήρυξε τη φιλοσοφία στο όνομα της «καθαρής επιστήμης», και της νέο-αριστοτελικής σχολής – όχι και τόσο νέας βέβαια – της λεγόμενης φιλοσοφίας της πράξης.

Η κρίση, η παράλυση του αστικού κράτους, που έπαψε να είναι «μια συνένωση των πολιτών πάνω από ταξικές διάφορες και συμφέροντα», όπως ήθελε ο Αριστοτέλης, αναγκάζει την αστική τάξη να γυρίσει στο «χρυσό ποταμό» της αρχαιότητας. Και όχι όλη η αστική τάξη. Το πιο οπισθοδρομικό μέρος της. Οι καταστραμμένοι από την κρίση και το σεισμό εργάτες – γράφει ο Κ. Τσάτσος στο: «Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων» - και φτωχοί βιοπαλαιστές κάνουν πολλές «ενέργειες που απομακρύνουν τα πολιτεύματα από το σημείο όπου εξισορροπούνται οι αντίθετες ροπές, με αποτέλεσμα να προκαλούνται φθορά και μεταβολές των πολιτευμάτων». Η μπουρζουαζία, όπως και η φεουδαρχία, επιστράτευσε παλιότερα, και επιστρατεύει και σήμερα ότι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην Αριστοτελική Φιλοσοφία, για να εξοπλιστεί ιδεολογικά και να αντιμετωπίσει τη «φθορά και την ανατροπή των πολιτευμάτων της». Γι’ αυτό, βλέπουμε τον Αριστοτέλη από τα θεολογικά σεμινάρια να έρχεται και στα σχολικά θρανία. Έτσι, οι μαθητές μπορούν να διαβάζουν στα «Ηθικά Νικομάχεια» (5,6), ότι «εάν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα, δεν επιτρέπεται να έχουν ίσα δικαιώματα!».

Αντίθετα, εμείς μελετούμε τους Αρχαίους Ελληνες φιλοσόφους και δε τους απαξιώνουμε και αντιμετωπίζουμε τον Αριστοτέλη και άλλους φιλοσόφους της εποχής εκείνης από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά. Δεν γυρίζουμε για να τον γιορτάσουμε ΄η να τον χρησιμοποιήσουμε ανάλογα με τις πολιτικές μας σκοπιμότητες. Γυρίζουμε, γιατί «η θεωρητική σκέψη – όπως έγραφε ο Ενγκελς στο «Αντί-Ντύρινγκ» - είναι έμφυτη ιδιότητα με τη μορφή μόνο της ικανότητας. Η ικανότητα αυτή πρέπει να εξελιχτεί, να τελειοποιηθεί, και για το σκοπό αυτό δεν υπάρχει ως σήμερα κανένα άλλο μέσο εκτός από τη μελέτη όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας». Η μελέτη επομένως όλης της προηγούμενης φιλοσοφίας έχει σαν αντικειμενικό της σκοπό, όλη αυτή η εν δυνάμει ικανότητα που έχει η ανθρώπινη σκέψη να ενεργοποιηθεί και να μεταβληθεί σε υλική δύναμη, μέσα από τη συνειδητή δράση του επαναστατικού κόμματος ΄η κινήματος. «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα».

ΥΓ. Όσο, στην κοσμοκαταχτήτρια, απόλυτα ελεύθερη καρδιά της φιλοσοφίας, μένει ακόμα μια σταλιά αίμα, δε θα παύσει να φωνάζει στους αντιπάλους της, μαζί με τον Επίκουρο: "ασεβής δε ούχ ο τούς των πολλών θεούς αναιρών, αλλ΄ ο τάς των πολλών δόξας θεοίς προσάπτων". {Ελληνικά στο πρωτότυπο: "Δεν είναι ασεβής εκείνος που απορρίπτει τους θεούς του πλήθους, αλλά εκείνος που δέχεται τη γνώμη του πλήθους για τους θεούς". - Από την επιστολή του Επίκουρου στο Μενοικέα στο Δέκατο Βιβλίο του Διογένη Λαέρτιου). Δεν το κρατεί μυστικό αυτό η φιλοσοφία. Η ομολογία του Προμηθέα:

απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς

{"με λίγα λόγια, μισώ όλους τους θεούς", Ελλ.

στο πρωτότυπο. - Αισχύλου: Προμηθέας Δεσμώτης}

είναι η ίδια η ομολογία, το δικό της ρητό ενάντια σ΄ όλους τους θεούς, επουράνιους και γήινους, που δεν αναγνωρίζουν την ανθρώπινη συνείδηση ως την ανώτατη θεότητα. Δεν πρέπει να υπάρχει ισάξιός της Θεός. Και στους αξιοθρήνητους τρελούς(3) που θριαμβολογούν για τη φαινομενική κατάρρευση της κοινωνικής θέσης της φιλοσοφίας, η φιλοσοφία απαντά πάλι, με την απάντηση που έδωσε ο Προμηθέας στον Ερμή, τον αποσταλμένο των θεών:

Της σής λατρείας την εμήν δυσπραξίαν,
σαφώς επιτάσ΄ ούκ αν αλλάξαιμ΄ εγώ.
Κρείσσον γαρ οίμαι τήδε λατρεύειν πέτρα
ή πατρί φύναι Ζηνί πιστόν άγγελον.
(Ελληνικά στο πρωτότυπο)
{"Με τη σκλαβιά σου, μάθε το καλά,
εγώ ποτέ δε θάλλαζα τη συφορά μου,
τόχω καλύτερα σ΄ αυτό το βράχο σκλάβος,
παρά πιστός του Δία μαντατοφόρος"}
Ο Προμηθέας είναι ο πιό ευγενικός από τους αγίους και μάρτυρες στο ημερολόγιο της φιλοσοφίας.

Βερολίνο, Μάρτης 1841.

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ

19/9/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου