Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΔΑΡΒΙΝΟ


ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΟΛΟ ΔΑΡΒΙΝΟ

(Η συνέχεια μιας παλιάς συζήτησης)

Το ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ με την ευκαιρία των 120 χρόνων από το θάνατο του ΚΑΡΟΛΟΥ ΔΑΡΒΙΝΟΥ, θεμελιωτή της σύγχρονης εξελικτικής βιολογίας, συνεχίζει μια συζήτηση που άρχισε πριν αρκετά χρόνια μέσα από τα τεύχη ενός Μαρξιστικού περιοδικού. Το άρθρο που ακολουθεί είναι μια συνεισφορά σε αυτή τη συζήτηση, γράφτηκε πριν αρκετά χρόνια, και βασίστηκε στην άποψη ότι τα δυο άρθρα (των: Κ. Λήμνου και Κ.Λ.), παρόλο που διανθίζονται από μια σειρά τυπικά σωστές θέσεις, στην ουσία προβάλλουν μια λαθεμένη αντίληψη, τόσο σ’ ότι αφορά τα ζητήματα της επιστήμης της βιολογίας, όσο – και κυριότερο – σ’ ότι αφορά τα ζητήματα της μεθόδου. Με την πεποίθηση ότι αυτά τα ζητήματα είναι σήμερα πολύ επίκαιρα – όπως ήταν και πριν μερικές δεκαετίες, ασφαλώς – και πολύ επείγοντα, ξαναγυρίζουμε στο θέμα αυτό.

Η συνεισφορά του Δαρβίνου δεν χρειάζεται να τονιστεί. Ο επαναστατικός χαρακτήρας των θεωριών του αναγνωρίστηκε από φίλους και εχθρούς, και δεν παύει να είναι σήμερα ένα σημείο σύγκρουσης των πιο ποικίλων απόψεων. Σταθερά, όμως, από το 1859, που δημοσιεύτηκε η «Καταγωγή των Ειδών μέσω της Φυσικής Επιλογής, ΄η η Διατήρηση των Ευνοημένων Φύλλων στον Αγώνα για την Ζωή», μέχρι σήμερα, με τους διάφορους οπαδούς της «δημιουργίας», τάχθηκαν ενάντια του όλες οι δυνάμεις της ιδεολογικής και πολιτικής αντίδρασης. Πολύ χαρακτηριστικά, όταν ο Δαρβίνος δημοσίευσε το έργο του «Η Καταγωγή του Ανθρώπου», επικρίθηκε γιατί το έκανε «σε μια στιγμή που ο ουρανός του Παρισιού ήταν κόκκινος από τις εμπρηστικές φλόγες της Κομμούνας» (αναφέρεται στον πρόλογο του Τζ. Μπάροου στην «Καταγωγή των Ειδών», εκδ. Πέγκουιν, σελ. 41). Οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, Μαρξ και Ενγκελς, εκτίμησαν σε όλη της την έκταση τη σημασία της δαρβινικής θεωρίας, κατατάσσοντας την ανάμεσα στις τρεις μεγάλες ανακαλύψεις του 18ου αιώνα (οι άλλες δυο ήταν η ανακάλυψη του κυττάρου και η αλληλομετατροπή διαφορετικών μορφών ενέργειας) που αποτέλεσαν μια από τις πηγές ανάπτυξης της διαλεχτικής υλιστικής κοσμοθεωρίας.

ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η αντίληψη που διαπερνάει τα άρθρα που σήμερα εξετάζουμε, διαφαίνεται σε ορισμένες θέσεις και αφορά πάνω απ’ όλα το κεντρικό μεθοδολογικό ζήτημα της σχέσης των φυσικών επιστημών με τον μαρξισμό. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται η «ζωτική ανάγκη να γίνει επεξεργασία των νέων ανακαλύψεων της βιολογίας με τις επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες της διαλεκτικής μεθόδου (μορφή – περιεχόμενο, ποσότητα-ποιότητα, ουσία-φαινόμενο, κλπ)», αλλά και ο τρόπος που ο Μαρξ και ο Ενγκελς αντιμετώπισαν την επανάσταση που αντιπροσώπευε η δαρβινική θεωρία συνοψίζεται ως εξής: «Η προσοχή που έδειξαν οι ιδρυτές του Μαρξισμού στο έργο του Δαρβίνου και η κριτική ανάλυση του σε άμεση συσχέτιση με την χεγκελιανή διαλεχτική, υλιστικά ερμηνευμένη, φανερώνουν την βαθύτερη αλληλοσύνδεση ανάμεσα στον διαλεκτικό υλισμό και τις επιστήμες. Σε κάθε επανάσταση στις φυσικές επιστήμες πρέπει ο διαλεχτικός υλισμός να αλλάζει τη μορφή του (Ενγκελς). Έτσι, μετά την επανάσταση που προκάλεσε η έκδοση της «Καταγωγής των Ειδών» το 1859, ο Μαρξ και ο Ενγκελς ξαναγυρνάνε σε μια φρέσκια επανεξέταση των ίδιων των φιλοσοφικών θεμελίων της θεωρίας τους. Επανεξετάζουν το υλιστικό αναποδογύρισμα του Χέγκελ, που είχαν συντελέσει για πρώτη φορά το 1844, στο φως των νέων ανακαλύψεων της επιστήμης, αναπτύσσοντας παραπέρα την διαλεκτική υλιστική μέθοδο σαν οδηγό στην επαναστατική δράση».

Στο απόσπασμα αυτό συσχετίζεται άμεσα η ανάγκη αλλαγής της μορφής του διαλεκτικού υλισμού σε κάθε επανάσταση στις φυσικές επιστήμες – στην περιπτώσει μας πρόκειται για την δαρβινική θεωρία – με την επανεξέταση και ανάπτυξη της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου από τον Μαρξ και τον Ενγκελς. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι ο κύριος προσανατολισμός του Μαρξ και του Ενγκελς και ο στόχος του καινούργιου υλιστικού αναποδογυρίσματος του Χέγκελ, η «βαθύτερη αλληλοσύνδεση ανάμεσα στον διαλεκτικό υλισμό και τις επιστήμες», ήταν η επεξεργασία μιας νέας μορφής του διαλεκτικού υλισμού, κάτι που οπωσδήποτε γίνεται μόνο «στο φως των ανακαλύψεων της επιστήμης» και εξαρτάται από αυτές.

Πρόκειται για μια βασική σύγχυση, που βρίσκεται στη ρίζα μιας ουσιαστικά ιδεαλιστικής αντιμετώπισης της σχέσης φιλοσοφίας και επιστήμης. Ενυπάρχει εδώ η αντίληψη ότι το έργο της φιλοσοφίας είναι η θεωρητική γενίκευση και η έκφραση με τους δικούς της καθολικούς όρους των επιτευγμάτων της επιστήμης και της σημασίας τους. Έτσι, φιλοσοφία και επιστήμη έχουν βασικά το ίδιο αντικείμενο έρευνας, μόνο που η πρώτη παίζει τον ρόλο του γενικού ερμηνευτή των αποτελεσμάτων της δεύτερης, ενώ η τελευταία με τη σειρά της προμηθεύει την πρώτη ύλη για τις φιλοσοφικές γενικεύσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία περιορίζεται σε εκ των υστέρων κριτή της επιστήμης, κάτι που όχι σπάνια μετατρέπεται στο αντίθετο του, κάνοντας την αφ’ υψηλού καθοδηγητή της. Όσο για την επιστήμη, στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης είτε αναγορεύεται σε μοναδική αυθεντική πηγή γνώσης, ΄η υποβιβάζεται στον άχαρο ρόλο της επιβεβαίωσης, με μια σειρά παραδειγμάτων, ορισμένων από τα πριν δοσμένων φιλοσοφικών αρχών.

Ακόμα περισσότερο, όσον αφορά την διαλεχτικής υλιστική κοσμοθεωρία, οι έννοιες και οι κατηγορίες της μετατρέπονται στα κατάλληλα εκείνα «εργαλεία» που με τη βοήθεια τους γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων της επιστήμης. Είναι μια τέτοια αντίληψη για την συνεισφορά του Δαρβίνου στην επιστήμη της βιολογίας που οδηγεί στη θέση για τη «ζωτική ανάγκη να γίνει επεξεργασία των νέων ανακαλύψεων της βιολογίας με τις επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες της διαλεχτικής μεθόδου».

Τότε, όμως, αυτές οι επιστημονικές έννοιες και κατηγορίες, αντί να αφαιρούνται από την κίνηση της ύλης, στη βάση του υλιστικού αναποδογυρίσματος του Χέγκελ, μετατρέπονται σε άδειες λεκτικές μορφές και η διαλεκτική τους, αντί να αντανακλά τη διαλεκτική της Φύσης, μετατρέπεται σε σοφιστεία. Η σωστή θέση, που δηλώνεται σ’ αυτά τα άρθρα, ότι «ο δαρβινισμός είναι ο θρίαμβος της διαλεχτικής σε ολόκληρο το πεδίο της ενόργανης ύλης. Η διαλεχτικής της Φύσης είναι η πηγή της διαλεχτικής του ανθρώπου. Η Φύση προηγείται του ανθρώπου, το Είναι προηγείται της Συνείδησης», ποτέ δεν ξεφεύγει από τα όρια ενός απλού ισχυρισμού, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά την ουσία του ζητήματος.

Γιατί, με το προχώρημα της γνώσης για τη Φύση – και όχι μόνο για τη Φύση αλλά και για εκείνο το μέρος της που λέγεται ανθρώπινη κοινωνία και ταξική πάλη – η διαλεχτικής υλιστική φιλοσοφία, πέρα από την αναμφισβήτητη αλλαγή στη μορφή της, έχει σαν κεντρικό της καθήκον – και αυτό είναι το πνεύμα της – την εμβάνθυση αυτής της σχέσης του αντικειμενικού κόσμου της ύλης σε κίνηση με τη συνείδηση, την πρωταρχικότητα της πρώτης σε σχέση με τη δεύτερη και το προτσές της αντανάκλασης της απ’ αυτήν. Η αλλαγή στη μορφή προϋποθέτει την εμβάνθυση στο πνεύμα του υλισμού, ενώ η τελευταία οδηγεί στην απόρριψη της παλιάς μορφής και στην ανάδυση μιας νέας. Όπως γράφει ο Λένιν: «Από τη μια μεριά, η γνώση της ύλης πρέπει να βαθύνει σε γνώση (στην έννοια) της Υπόστασης για να βρεθούν οι αιτίες των φαινομένων. Από την άλλη, η πραγματική γνώση της αιτίας είναι το βάθεμα της γνώσης από την εξωτερικότητα των φαινομένων στην Υπόσταση. Δυο είδη παραδειγμάτων πρέπει να το εξηγούν αυτό: 1) από την ιστορία της φυσικής επιστήμης, και 2) από την ιστορία της φιλοσοφίας. Ακριβέστερα: δεν είναι “παραδείγματα” που χρειάζονται εδώ – η σύγκριση δεν είναι απόδειξη – αλλά η πεμπτουσία της ιστορίας και της μιας και της άλλης + την ιστορία της τεχνικής», (Λένιν: «Απαντά», τόμος 38, σελ. 159).

Η αξιολόγηση, έτσι, του έργου του Δαρβίνου και η δικαίωση της θέσης του Μαρξ και του Ενγκελς ότι είναι «το φυσικό-ιστορικό θεμέλιο της αντίληψης μας» δεν εξαντλείται καθόλου στο ότι: «Η τεράστια σημασία του έργου του Δαρβίνου βρίσκεται στο ότι θεμελιώνει επιστημονικά την ιστορική εξέλιξη στη Φύση. Αποδείχνει ότι η Φύση κινείται με τους ίδιους διαλεχτικούς νόμους με τους οποίους κινείται η κοινωνία και η σκέψη του ανθρώπου, που συνέλαβαν ο Χέγκελ και ο Μαρξ» (΄ο.π.π.). Το ζήτημα για το διαλεχτικό υλισμό δεν είναι η εναρμόνιση των φυσικών προτσές με τους νόμους της κοινωνίας και της σκέψης, αλλά η διερεύνηση και η απόδειξη του πως η αντικειμενική διαλεχτικής της Φύσης συμπίπτει με τη λογική και τη θεωρία της γνώσης, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι πρέπει κανείς να αποκαλύψει την «πεμπτουσία» της ιστορίας των προβλημάτων της επιστήμης, των αντιφάσεων της και της λύσης τους, δείχνοντας, όπως γράφει ο Λένιν, «ότι η διαλεχτική είναι μια ιδιότητα όλης της ανθρώπινης γνώσης γενικά. Και η φυσική επιστήμη μας δείχνει (και εδώ πάλι πρέπει να αποδειχτεί σε κάθε απλή περίπτωση) την αντικειμενική φύση με τις ίδιες ποιότητες, τη μετατροπή του ατομικού στο καθολικό, του περιστασιακού στο αναγκαίο, μεταβάσεις, διαμορφώσεις, και την αντίστροφη σύνδεση των αντιθέτων. Η διαλεχτικής είναι η θεωρία της γνώσης του (Χέγκελ και του) Μαρξισμού. Αυτή είναι η «πλευρά» του ζητήματος (δεν είναι «μια πλευρά» αλλά η ουσία του ζητήματος) στην οποία ο Πλεχάνοφ, για να μη μιλήσουμε για άλλους μαρξιστές, δεν έδωσε προσοχή» (Λένιν: «Απαντά», ΄ο.π.π., σελ. 362).

Ο τονισμός από τον Λένιν της ουσίας του ζητήματος απέναντι στον Πλεχάνοφ αναφέρεται στη μεγάλη μάχη που έδωσε για τον θεωρητικό εξοπλισμό του Μπολσεβίκικου Κόμματος το 1908 ενάντια στους εμπειριοκριτικιστές, με κύριο εκπρόσωπο τους μέσα στο ίδιο το κόμμα τον Μπογντάνοφ. Στην πάλη του αυτή, ο Λένιν αναπτύσσει τη διαλεχτικής σχέση της μορφής με το πνεύμα του διαλεχτικου υλισμού. Στο βιβλίο του που αναφέρεται στη μάχη του Λένιν με τους εμπειριοκριτικιστές. «Η Λενινιστική Διαλεχτικής και η Μεταφυσική του Θετικισμού», ο σοβιετικός φιλόσοφος, Ε. Β. Ιλιένκοφ, βγάζει το εξής συμπέρασμα που ισχύει απόλυτα στην περιπτώσει που εξετάζουμε: «Για να είμαστε σαν τον Λένιν, και όχι σαν τον Μπογντάνοφ, επομένως, είναι αναγκαίο όχι να επανεξετάζουμε την υλιστική διαλεχτικής “στο φως των τελευταίων επιτευγμάτων της φυσικής επιστήμης και τεχνολογίας, αλλά, αντίθετα, να αναλύουμε κριτικά τη λογική της κατανόησης εκείνων των αντιφάσεων, που η αντικειμενικά αποτελεσματική λύση τους οδηγεί στα τελευταία επιτεύγματα τους. Και μια τέτοια ανάλυση είναι δυνατή μόνο στο φως μιας καθαρά, αυστηρά και με συνέπεια εφαρμοζόμενης υλιστικής διαλεχτικής σαν της λογικής και της θεωρίας της γνώσης του σύγχρονου υλισμού», (Ε. Β. Ιλιένκοφ, ΄ο.π.π., εκδ. «Νιου Πάρκα», σελ. 141).

Η σύγχυση ανάμεσα στη μορφή και το πνεύμα του Διαλεχτικου υλισμού συσκοτίζει την αντίφαση ανάμεσα στα επαναστατικά επιτεύγματα ενός επιστήμονα και τη λαθεμένη, ψεύτικη συνείδηση που μπορεί να έχει ο ίδιος που τον οδήγησε σ’ αυτά. Πρώτο, τη μη κατανόηση της αντιμετώπισης του Δαρβίνου από τον Μαρξ και τον Ενγκελς και την υποκατάσταση της κριτικής των λαθεμένων φιλοσοφικών αντιλήψεων του από την άποψη της βιολογίας. Δεύτερο, την αντιμετώπιση τόσο της δαρβινικής θεωρίας όσο και των σύγχρονων εξελίξεων στη βιολογία σύμφωνα με προκατασκευασμένα σχήματα, με αποτέλεσμα την παρουσίαση μιας διαστρεβλωμένης εικόνας των σύγχρονων θεωριών για την εξέλιξη των ειδών.

Και στις δυο περιπτώσεις, η συμμαχία των μαρξιστών με τους φυσικούς επιστήμονες, που τη σημασία της πολύ σωστά τονίζουν τα δυο άρθρα, στα οποία αναφερόμαστε, καθόλου δεν προωθείται μια και η αντίληψη για τη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης που τα διαπερνάει είναι μια έκκληση υποταγής της μιας στην άλλη. Τη στιγμή που η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση βάζει το καθήκον της εκπαίδευσης επαναστατικών στελεχών σε προτεραιότητα, στη σύλληψη του καινούργιου μέσα από την πράξη τους, ενάντια στις τάσεις επιβολής υποκειμενικών εικόνων πάνω στον αντικειμενικό κόσμο της ταξικής πάλης, και στην καθοδήγηση μιας όλο και ανώτερης επαναστατικής πράξης ξαναβάζει στο κέντρο της πάλης για τον ιδεολογικό εξοπλισμό του επαναστατικού κινήματος τα πιο θεμελιακά φιλοσοφικά ζητήματα. Η πάλη του Λένιν ενάντια στους εμπειριοκριτικιστές, ΄η, αργότερα για το υλιστικό ξανααναποδογύρισμα του Χέγκελ στις παραμονές του Οχτώβρη, όσο και η πάλη του Τρότσκι μετά απ’ αυτόν, ξανάρχονται σήμερα με το περιεχόμενο που τους δίνει η εποχή της ιμπεριαλιστικής, καπιταλιστικής, χρηματιστικής Παγκοσμιοποίησης. Δεν λείπουν σήμερα εκείνοι που αρνούνται την πρωταρχικότητας του Είναι απέναντι στη Συνείδηση, ούτε οι εφησυχασμένοι λάτρεις του τετελεσμένου γεγονότος. Ο διαλεχτικός υλισμός δεν μπορεί να είναι νικηφόρος απέναντι τους, στα χνάρια του Λένιν, αν αγνοήσει τη σύνδεση αυτών των ρευμάτων με τη συνεχιζόμενη επανάσταση στις φυσικές επιστήμες. Το σύνθημα του ιδεαλισμού, «η ύλη εξαφανίστηκε», ηχεί και στις μέρες μας, με αλλά λόγια, προσπαθώντας να αντλήσει επιχειρήματα από τα επιτεύγματα τους. Το ζήτημα που θέτουν τα δυο άρθρα που εξετάζουμε είναι το εξής: δεν έχουμε, βέβαια, να κάνουμε με τον εμπειριοκριτικισμό, που απόρριπτε το πνεύμα του Διαλεχτικου υλισμού, συχνά στο όνομα της ανανέωσης της μορφής του. Έχουμε όμως τον κίνδυνο να αγνοήσουμε το πνεύμα αυτό, στο όνομα της διατήρησης μιας ψεύτικης μορφής του.

ΔΑΡΒΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΧΤΙΚΗ

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα το μεθοδολογικό ζήτημα που προκύπτει. Η άποψη που προαναφέραμε για τη «ζωτική ανάγκη επεξεργασίας κλπ.», έρχεται σαν άμεσο συμπέρασμα της «συνεισφοράς των σοβιετικών δαρβινικών γενετιστών σαν τον Τσετβερίκοφ και τον Ντουμπίνιν που κυνηγήθηκε από τον Στάλιν». Σαν δείγμα αυτής της συνεισφοράς παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από άρθρο του Ντουμπίνιν στο βιβλίο «Ο Λένιν και η Σύγχρονη Φυσική Επιστήμη», εκδ. Progress, σελ. 343, όπου υποστηρίζει ότι η «αλληλοσυσχέτιση γονότυπου-φαινότυπου στην εξέλιξη των οργανισμών εμφανίζεται σαν μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο». Στη συνέχεια, ο Ντουμπίνιν ταυτίζει τον γονότυπο, δηλαδή το σύνολο των κληρονομικών χαρακτήρων που είναι συγκεντρωμένοι στο γενετικό υλικό του οργανισμού, με το περιεχόμενο, ενώ τον φαινότυπο, δηλαδή το σύνολο των μορφολογικών, δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών του, με τη μορφή. Μια παράγραφο παραπάνω στην ίδια σελίδα, ο Ντουμπίνιν λέει ότι “Ο γονότυπος είναι ένα φαινόμενο, και ο γονότυπος είναι η ουσία που ενυπάρχει σ’ έναν οργανισμό”. Πιστεύουμε ότι εδώ πρόκειται για λαθεμένη αντίληψη. Οι φιλοσοφικές κατηγορίες «μορφή», «περιεχόμενο», δεν μπορούν να ταυτιστούν με συγκεκριμένα ανατομικά ΄η λειτουργικά στοιχεία ενός οργανισμού, όπως ο γονότυπος και ο φαινότυπος. Η αναζήτηση της έδρας της ουσίας, ΄η του περιεχομένου κλπ., μέσα στα χρωμοσώματα και τα γονίδια δεν σημαίνει παρά το να δίνει κανείς ένα φιλοσοφικό ψευδώνυμο σε όρους της βιολογίας. Τόσο ο φαινότυπος, όσο και ο γονότυπος είναι και μορφή και περιεχόμενο, και εμφάνιση και ουσία. Μέσα από τη μορφή της συγκεκριμένης υλικής οργάνωσης των κληρονομικών πληροφοριών, στα γονίδια, π.χ., εκδηλώνεται ένα περιεχόμενο, που, όπως ο ίδιος ο Ντουμπίνιν λέει σε ένα άλλο σημείο (΄ο.π.π., σελ. 328), «είναι το συνολικό άθροισμα της ιστορικής ανάπτυξης του δοσμένου είδους του οργανισμού και η υλική βάση για την κατοπινή εξέλιξη». Και αυτό υποδηλώνει το σύνολο των σχέσεων, μεταβάσεων, εξαρτήσεων και προτσές που, μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη και την καθολική αλληλεπίδραση, αλληλοσυσχετίζονται και εμφανίζονται μ’ έναν μοναδικό τρόπο με τη μορφή μιας συγκεκριμένης υλικής οργάνωσης. Το ίδιο συμβαίνει, σ’ ένα άλλο επίπεδο, με τον φαινότυπο. Μορφή και περιεχόμενο είναι διαφορετικές όψεις του ίδιου προτσές. «Το ουσιαστικό σημείο που πρέπει να κρατήσουμε στο μυαλό μας για την αντίθεση Μορφής και Περιεχομένου είναι ότι το περιεχόμενο δεν είναι άμορφο, αλλά έχει τη μορφή στον ίδιο τον εαυτό του, ακριβώς όσο και η μορφή είναι εξωτερική προς αυτό. Υπάρχει έτσι ένας διπλασιασμός της μορφής. Τη μια στιγμή αντανακλάται στον εαυτό της, και τότε είναι ταυτόσημη με το περιεχόμενο. Σε μια άλλη στιγμή δεν αντανακλάται στον εαυτό της, που δεν επηρεάζει καθόλου το περιεχόμενο. Βρισκόμαστε εδώ, κατά συνέπεια, μπροστά στον απόλυτο συσχετισμό του περιεχομένου και της μορφής: δηλαδή την αντίστροφη αναστροφή τους έτσι, ώστε το περιεχόμενο δεν είναι τίποτε παρά η αναστροφή της μορφής σε περιεχόμενο, και η μορφή δεν είναι τίποτε παρά η αναστροφή του περιεχομένου σε μορφή. Αυτή η αμοιβαία αναστροφή είναι ένας από τους πιο σημαντικούς νόμους της σκέψης», (Χέγκελ: «Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφικών Επιστημών», Λογική, εκδ. Οξφόρδης. Σελ. 189).

Το που μπορεί να οδηγήσει η μηχανιστική «εφαρμογή» των διαλεκτικών εννοιών και κατηγοριών στη Φύση, μπορούμε να το δούμε αν πάρουμε τον ζωντανό οργανισμό που λέγεται άνθρωπος. Κανένα μικροσκόπιο δεν πρόκειται να αποκαλύψει την ουσία του, μια και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που την συνιστούν δεν βρίσκεται στα γονίδια του, όπως, άλλωστε, η αφηρημένη κοινωνική εργασία που ενσωματώνεται σ’ ένα προϊόν δεν βρίσκεται στη μοριακή δομή του.

Θα ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα αυτό. Προς το παρόν σημειώνουμε ότι η λαθεμένη θέση του Ντουμπίνιν παρατίθεται σαν υπόδειγμα του τρόπου με τον οποίο «Η σύγχρονη δαρβινική γενετική ξεπερνά αυτούς τους περιορισμούς». Ποιους περιορισμούς; Μα, του Δαρβίνου, ο οποίος «έδειξε τα είδη σαν μορφές ιστορικά μεταβαλλόμενες, ρευστές σε διαρκή κίνηση και μετάβαση, σε καθολική αλληλοσύνδεση. Αλλά η διαλεχτικής αυτή αντίληψη παρέμεινε ασυνείδητη, σημαδεμένη από τον εμπειρισμό, και ξένη από τη συνειδητή αναγνώριση των διαλεκτικών νομών της μετάβασης». (ΕΜΕ Νο 29, σελ. 49)

Αν ο Δαρβίνος δεν είχε συνείδηση του τι ανακάλυπτε, ότι δηλαδή τα είδη είναι «μορφές, ιστορικά μεταβαλλόμενες, κλπ.», δεν θα είχε ανακαλύψει τίποτε. Ολόκληρη η «Καταγωγή των Ειδών» δεν είναι παρά η πιο παραστατική έκφραση αυτού του γεγονότος. Εκείνο που πραγματικά δεν είχε συνείδηση του ο Δαρβίνος, ήταν η σημασία των ανακαλύψεων του από την άποψη της λογικής και της θεωρίας της γνώσης – και αυτό δεν ανήκει στο πεδίο έρευνας του βιολόγου. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έστρεψαν την προσοχή τους ο Μαρξ και ο Ενγκελς. Αυτοί δεν ήταν φυσικοί επιστήμονες. Ήταν επαναστάτες ηγέτες που πάλευαν να αντλήσουν γνώση από το σύνολο της κοινωνικής πράξης της ανθρωπότητας για να καθοδηγήσουν την πάλη για την εξουσία του προλεταριάτου. Η σύγχυση ανάμεσα στην επιστημονική ανακάλυψη και τη λογική της, τους μετατρέπει σε σχολιαστές της ανακάλυψης σαν τέτοιας και η διαλεχτικής υλιστική τους μέθοδος γίνεται μια καρικατούρα του ίδιου τύπου με το άτυχο απόσπασμα του Ντουμπίνιν, που τόσο άκριτα προβάλλεται. Ακόμη περισσότερο, η μέθοδος τους τείνει να υποκατασταθεί από τις επιμέρους κρίσεις και απόψεις τους για τα επιστημονικά δεδομένα της εποχής τους, που ήταν ιστορικά προσδιορισμένα και συνιστούσαν τη μορφή του διαλεκτικού υλισμού τον προπερασμένο αιώνα. Από δω πηγάζει η αμηχανία της σ. Κ. Λ. στο θέμα του μηχανισμού της φυσικής επιλογής και του αγώνα για την ύπαρξη, όπως και η παρανόηση του στόχου της κριτικής του Ενγκελς για τη μηχανιστική μεταφορά των φαινομένων της κοινωνίας στη Φύση και αντίστροφα.

Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ

Για να γίνουμε πιο σαφείς, πρέπει να δούμε το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Δαρβίνος. Πριν απ’ αυτόν, η αντίληψη ότι ο έμβιος κόσμος, μαζί και ο άνθρωπος, έχει μια ιστορία, ότι είναι προϊών μιας εξελικτικής διαδικασίας, είχε πολλές φορές διατυπωθεί, από την εποχή ήδη της κλασικής αρχαιότητας. Ποτε, όμως, δεν είχε πάρει – τη μορφή μιας συνεκτικής και επιστημονικά θεμελιωμένης θεωρίας. Παραμένοντας στο επίπεδο μιας λαμπρής υπόθεσης, άφηνε το πεδίο ελεύθερο για τη μεταφυσική-θεολογική αντίληψη της θειας δημιουργίας και του αναλλοίωτου των ειδών. Οι εξελικτικές θεωρίες γνώρισαν μια καινούργια ώθηση στον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα, με τις θεωρίες για την ιστορία του ηλιακού συστήματος που διατύπωσαν ο Καντ και ο Λαπλάς, όπως και για την ιστορία της γης και τη γέννηση της γεωλογίας, ιδιαίτερα με τις εργασίες του Τσάρλς Λάιελ. Η ανάπτυξη της παλαιοντολογίας, όπως και της εμβρυολογίας, πρόσφεραν άφθονο εμπειρικό υλικό. Στη βάση αυτών των εξελίξεων βρισκόταν η ορμητική άνοδος του νέου, καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που κέντριζε την ανάπτυξη της γνώσης για τη Φύση, σπάζοντας τα στενά πλαίσια του παλιού φεουδαρχικού καθεστώτος. Το 1809, ο γάλλος φυσιοδίφης, Ζαν Μπαπτίστ ντε Λαμάρκ, πρότεινε την πρώτη συγκροτημένη θεωρία της εξέλιξης. Για τον Λαμάρκ, ο μηχανισμός της βασιζόταν σε μια έμφυτη τάση των οργανισμών για τελειοποίηση, τη δυνατότητα προσαρμογής στις συνθήκες, την αυτόματη γένεση, και την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών. (Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. στο περιοδικό «Δευκαλίων» Νο 23-24, 1978, το άρθρο του Κ. Κριμπάς στα «Θεμέλια των Επιστημών», εκδ. Gutenberg, 1979, και το περιοδικό “Scientific Amerikan”, Σεπτέμβρης 1978). Οι υποθετικοί αυτοί μηχανισμοί – που απορρίφθηκαν κατόπιν με την εξέλιξη της επιστήμης – έφραζαν ένα σημαντικό μεθοδολογικό πρόβλημα. Η επικρατούσα αντίληψη, που κυριαρχούνταν από την τυπική λογική, έβλεπε τους οργανισμούς να σχηματίζουν μια κλίμακα δομών και συνθετότητας, ταξινομούμενοι σε μια ιεραρχία από όλο και πλατύτερες ομάδες, στη βάση της σύγκρισης των χαρακτηριστικών τους.

Το σύστημα ταξινόμησης του Ληναίου ήταν το πρότυπο αυτής της οργάνωσης του ζωικού και φυτικού κόσμου. Η ουσιαστική στατική αυτή αντιμετώπιση είχε να κάνει με μια φιλοσοφική διαμάχη, που χρονολογούνταν από τον μεσαίωνα, ανάμεσα στους πλατωνικούς «ρεαλιστές» και τους αριστοτελικούς «νομιναλιστές», και που αφορούσε τη σχέση του καθολικού με το μερικό. Για τους ρεαλιστές, το μερικό ήταν το ατελές αντίγραφο ενός αρχέτυπου που συνιστούσε τη μόνη πραγματικότητα. Για τους νομιναλιστές, πραγματικότητα είχε μόνο το μερικό, ενώ το καθολικό ήταν μια αφαίρεση. Και στις δυο περιπτώσεις, η σχέση μερικού-καθολικού ήταν σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, αμετακίνητη και αιώνια. Η βιολογία είχε υιοθετήσει μια βασικά «ρεαλιστική» στάση, με την έννοια του είδους και των ανώτερων ταξινομικών ομάδων σαν αρχέτυπων των επιμέρους οργανισμών, που εκπροσωπούσαν τα κοινά, «ουσιαστικά», χαρακτηριστικά τους. Η τυπική αυτή αντίληψη υποχρέωνε τον Λαμάρκ να αναζητήσει τους λόγους της χρονικής αλληλοδιαδοχής των οργανισμών σε εξωγενείς παράγοντες και να παρουσιάσει τη δράση των φυσικών προτσές με έναν αντεστραμμένο τρόπο σαν κάποια έμφυτη σκοπιμότητα. Αλλά η συσσώρευση των εμπειρικών δεδομένων παρουσίαζε στην επιστήμη την πρόκληση να σπάσει τα πλαίσια της τυπικής λογικής, να δει τη διαλεχτικής σχέση του καθολικού με το μερικό, όχι σαν μια σχέση κοινότητας χαρακτηριστικών ΄η μηχανικού αθροίσματος, αλλά σαν ένα ζωντανό προτσές, σε αλληλοσύνδεση με όλα τα αλλά φυσικά προτσές, όπου το μερικό είναι μια στιγμή στην κίνηση του καθολικού. Η μεγάλη συνεισφορά του Δαρβίνου βρίσκεται στο ότι άνοιξε το δρόμο για μια τέτοια θεώρηση. Αντιμέτωπος με το πλούσιο υλικό που συνέλεξε στις περιοδείες του και μελετώντας τις έρευνες άλλων, έδωσε προσοχή στην ανεξάντλητη ποικιλία των οργανισμών, την μοναδικότητα τους μέσα στο ίδιο είδος. Οι μορφές της ύλης που αποτελούν τον κόσμο των ζώων και των φυτών που παρουσίαζαν τις δικές τους ιδιαίτερες μορφές κίνησης, που συγκρούονταν με τις παλιές στατικές αντιλήψεις για το είδος.

Ο Δαρβίνος προσπάθησε να προσδιορίσει όλο αυτό το καινούργιο, επιστρατεύοντας όλη τη συσσωρευμένη γνώση σχετικά με τη δημιουργία και την εξάπλωση διαφορετικών ποικιλιών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πέτυχε μια σύνθεση των νέων δεδομένων με την παλιά γνώση, στρεφόμενος στην μελέτη της τεχνητής επιλογής ποικιλιών οικόσιτων ζώων και φυτών, που ανθούσε στην Αγγλία. Αναγνώρισε έτσι την ανάγκη να αναζητήσει στη Φύση έναν παράγοντα που θα έπαιζε, σε ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη, τον ρόλο του ζωοκόμου, του φυτοκόμου, και αυτό τον οδήγησε στη σύλληψη της φυσικής επιλογής. Εκείνο που πρέπει να κατανοηθεί εδώ, είναι ότι η ίδια η λογική του Δαρβίνου είναι διαλεχτική.

Η ενότητα των δυο αντιθέτων, του νέου και του παλιού, εκδηλώνεται στην ταυτόχρονη ανάλυση του εμπειρικού υλικού και στη σύνθεση που εκφράζει την αντίθεση τους μέσα από την αλληλοδιείσδυση της τεχνητής με τη φυσική επιλογή. Το άλμα προς μια βαθύτερη προσέγγιση της πραγματικότητας θα ήταν αδύνατο χωρίς τη θεωρητική σκέψη. Και το άλμα αυτό συνίσταται, πρώτο στο σπάσιμο του αναλλοίωτου του είδους και τον τονισμό της αλληλεξάρτησης των οργανισμών σαν μερών ενός συνόλου, στη βάση των υλικών συνθηκών της ζωής τους. Δεύτερο, στη θεώρηση του μεμονωμένου οργανισμού του ίδιου σαν ενός όλου που τα μέρη του αναπτύσσονται σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και με όλους τους υπόλοιπους οργανισμούς, και που επιπλέον ενσωματώνει μέσα του όλο το σύνθετο ιστορικό προτσές της εξέλιξης του, το οποίο επαναλαμβάνεται στις φάσεις ανάπτυξης των εμβρύων. Τρίτο, στην εμφάνιση και εξάπλωση μιας τεραστίας κλίμακας παραλλαγών και στην αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον τους, μέσα από την οποία επιλέγονται εκείνες που διαθέτουν προσαρμοστικά πλεονεκτήματα. Σε μια από τις αναρίθμητες περιπτώσεις που τονίζει αυτές τις απόψεις στην «Καταγωγή των Ειδών», ο Δαρβίνος λέει: «Η δομή κάθε οργανικού όντως σχετίζεται, με τον πιο ουσιαστικό κι όμως συχνά κρυφό τρόπο, με την δομή όλων των άλλων οργανικών όντων, με τα οποία έρχεται σε ανταγωνισμό για φαγητό ΄η κατοικία, ΄η από τα οποία πρέπει να ξεφύγει, ΄η από τα οποία τρέφεται», (΄ο.π.π., σελ. 127). Και, μιλώντας για τις προοπτικές που άνοιξε η θεωρία του, δηλώνει: «Θα απελευθερωθούμε τουλάχιστον από τη μάταιη αναζήτηση της ουσίας του όρου είδος, που δεν έχει ανακαλυφθεί και δεν μπορεί να ανακαλυφθεί», (Δαρβίνος: «Καταγωγή των Ειδών», σελ. 127). Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει ότι στο προτσές της τεχνητής επιλογής, ο άνθρωπος κυριαρχείται από τη Φύση, εκμεταλλευόμενος τους νόμους της για δικό του όφελος: «Ο άνθρωπος δεν παράγει πραγματικά την ποικιλομορφία, εκθέτει μόνο άθελα του τα οργανικά όντα σε νέες συνθήκες ζωής, και τότε η Φύση δρα πάνω στην οργάνωση, και προκαλεί ποικιλομορφία. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει, και το κάνει, τις ποικιλίες που του προσφέρονται από τη Φύση, και έτσι να τις συσσωρεύσει με οποιονδήποτε επιθυμητό τρόπο», (΄ο.π.π., σελ. 441).

Παρόλα αυτά, η άγνοια εκείνη την εποχή του συγκεκριμένου φυσικού μηχανισμού παραγωγής της ποικιλομορφίας των οργανισμών, οδήγησε τον Δαρβίνο, όπως και παρά πολλούς άλλους επιστήμονες στην υπόθεση ότι η χρήση και η αχρηστία οργάνων προκαλούσε κληρονομικές αλλαγές, και, τελικά, στην αποδοχή της υπόθεσης για το κληρονομήσιμο των επίκτητων χαρακτηριστικών, μιας υπόθεσης που αποδείχτηκε τελεσίδικα λαθεμένη μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο δρόμος, όμως, που άνοιξε οδήγησε σε μια νέα, πληθυσμιακή θεώρηση, στη θέση της παλιάς στατικής εικόνας. Η βιολογία ασχολείται τώρα με ένα νέο επίπεδο οργάνωσης και τους νόμους του, τον πληθυσμό, στην αλληλοσχέση του με άλλους πληθυσμούς και με το υπόλοιπο περιβάλλον, στα πλαίσια της ολότητας που ονομάζεται σήμερα οικοσύστημα.

Αλλά, ο Δαρβίνος δεν ήταν διαλεκτικός υλιστής. Η άγνοια της διαλεκτικής, σε συνδυασμό με την ανάγκη επεξεργασίας θεωρητικών εννοιών, οδηγεί πάντα τον επιστήμονα στην αρπαγή της επικρατούσας ιδεολογίας – της αστικής – προσφέροντας του μια ψεύτικη συνείδηση για το ίδιο το έργο του. Και η ανάγκη για ανώτερες γενικεύσεις προβάλλει όλο και πιο έντονα όσο προχωρεί η επανάσταση στις φυσικές επιστήμες. Όλο και πιο πολύ, στις επιστημονικές συναντήσεις, ακούγονται θέσεις σαν εκείνη του αμερικανού φυσικού, Γουίλερ, που είπε ότι «η φιλοσοφία είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να την αφήσουμε στους φιλοσόφους». Ο διαλεχτικός υλισμός πρέπει να αντιμετωπίσει σοβαρά αυτή την πρόκληση. Το καθήκον του είναι διπλό: να αποκαλύψει την πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω από τη σύγχυση του επιστήμονα, και να πολεμήσει ανελέητα εκείνους που θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη σύγχυση – και αυτό πολλές φορές περιλαμβάνει τον ίδιο τον επιστήμονα – για τα αντιδραστικά συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης. Μια τέτοια εκμετάλλευση των προκαταλήψεων και της άγνοιας μεγάλων επιστημόνων, όπως του Αϊνστάιν, του Χάιζενμπεργκ και άλλων, έχει γίνει συστηματικά στον αιώνα μας. Το αντίθετο μάλιστα. Όπως ο Χάιζενμπεργκ στράφηκε στον πλατωνικό κόσμο των ιδεών, όπως ο Αϊνστάιν στράφηκε στις θεωρίες του εμπειριοκριτικιστή φυσικού, Μαχ, έτσι και ο Δαρβίνος αναζήτησε μια απάντηση στη θεωρία του Μάλθους για τον υπερπληθυσμό. Σ’ αυτή τη βάση, και στην αναλογία που έκανε ανάμεσα στην μαλθουσιανή θεωρία και αυτό που ονόμασε «αγώνα για την ύπαρξη», τον τρόπο που δρα η φυσική επιλογή, στήριξε επιχειρήματα το αντιδραστικό ρεύμα του σοσιαλ-δαρβινισμού που δικαιώνει την κοινωνική εκμετάλλευση σαν έκφραση του δήθεν φυσικού νόμου της επιβίωσης του ισχυρότερου.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ την πολύ ευρύτερη αντίληψη που είχε ο ίδιος ο Δαρβίνος για τον αγώνα για την ύπαρξη: «Πρέπει να πω ότι χρησιμοποιώ τον όρο Αγώνας για την Ύπαρξη με μια πλατιά και μεταφορική έννοια, περιλαμβάνοντας την εξάρτηση ενός όντως από ένα άλλο, και περιλαμβάνοντας (πράγμα που είναι πιο σημαντικό) όχι μόνο τη ζωή του ατόμου, αλλά την επιτυχία στο να αφήσει απογόνους. Δυο κυνόμορφα ζώα σε εποχή σπανιότητας μπορεί πραγματικά να λεχθεί ότι παλεύουν το ένα με το άλλο, ποιο θα βρει τροφή και θα ζήσει. Αλλά ένα φυτό στην άκρη μιας ερήμου λέγεται ότι παλεύει για τη ζωή ενάντια στην ξηρασία, αν και πιο σωστά θα έπρεπε να πούμε ότι εξαρτάται από την υγρασία», (΄ο.π.π., σελ. 116).

Αλλά και οι χυδαίοι υλιστές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ήταν ανίκανοι να συλλάβουν τη διαλεκτική σύλληψη του Δαρβίνου, μετατρέποντας την σε μια μονόπλευρη γελοιογραφία του εαυτού της. Ακόμα και σήμερα, η άγνοια της διαλεκτικής εμποδίζει την κατανόηση της διαλεκτικής της πληθυσμιακής θεώρησης. Έτσι, ορισμένοι βιολόγοι υποστηρίζουν ότι η βιολογία δικαιώνει τον νομιναλισμό. Άλλοι, όπως το ρεύμα των «κλαδιστών», αναπτύσσουν γόνιμες τεχνικές, σαν την αριθμητική ταξινομία, δέσμιοι όμως μιας θετικιστικής αντίληψης για την υπεριστορική κατάταξη των οργανισμών με βάση την «ομαδοποίηση» «οικογενειακών ομοιοτήτων» - άποψη που η ρίζα της βρίσκεται στον Βιτγκενστάιν.

Το διπλό καθήκον του Διαλεχτικου υλισμού, που αναφέραμε πιο πάνω, ήταν που καθόρισε τη στάση του Ενγκελς απέναντι στον Δαρβίνο. Πουθενά δεν φαίνεται καθαρότερα από τη θέση του στο «Αντι-Ντίριγκ»: «Έναντιούμενος στη δαρβινική θεωρία, ο κ. Ντίριγκ, μας παροτρύνει να ψάξουμε για να βρούμε, γιατί ο ίδιος ο Δαρβίνος το έχει δήθεν ομολογήσει, ότι την καταγωγή της ιδέας του αγώνα για την ύπαρξη την βρήκε σε μια γενίκευση των απόψεων του οικονομολόγου Μάλθους, θεωρητικού του δημογραφικού προβλήματος, οπότε θα διαπιστώσουμε πως είναι επιβαρημένη με όλα εκείνα τα ελαττώματα που προσιδιάζουν στις παπαδίστικες απόψεις του Μάλθους για τον υπερπληθυσμό. Στην πραγματικότητα, του Δαρβίνου καθόλου δεν του πέρασε από το μυαλό να ισχυριστεί ότι την καταγωγή της ιδέας του αγώνα για την ύπαρξη πρέπει να την αναζητήσουμε στη θεωρία του Μάλθους. Λέει απλώς, ότι η θεωρία του αγώνα για την ύπαρξη, είναι η θεωρία του Μάλθους, εφαρμοσμένη στο σύνολο του ζωικού και του φυτικού κόσμου. Όσο μεγάλο κι αν είναι το σφάλμα που διέπραξε ο Δαρβίνος να παραδεχτεί, πάνω στην αφέλεια του, τόσο ανεξέλεγκτα την μαλθουσιανή θεωρία, ωστόσο ο καθένας βλέπει με την πρώτη ματιά, πως δεν χρειάζεται να βάλουμε μαλθουσιανά ματογυάλια για να αντιληφθούμε την ύπαρξη μέσα στη Φύση, του αγώνα για την ύπαρξη – την αντίφαση που υπάρχει, ανάμεσα στα αναρίθμητα σπέρματα, που σπάταλα παράγει η Φύση, και στον ασήμαντο αριθμό των σπερμάτων, που, γενικά, κατορθώνουν να φτάσουν σε ωριμότητα, αντίφαση, που, πραγματικά, στο μεγαλύτερο μέρος της λύνεται μέσα στον αγώνα για την ύπαρξη – έναν αγώνα που κάποτε είναι εξαιρετικά σκληρός. Κι όπως ο νόμος που διέπει το μισθό εργασίας εξακολουθεί να ισχύει, αν και από καιρό έχουν πέσει στη λήθη τα μαλθουσιανά επιχειρήματα, πάνω στα οποία τον στήριζε ο Ρικάρντο – έτσι κι ο αγώνας για την ύπαρξη μπορεί να συντελείται στη Φύση χωρίς την παραμικρή μαλθουσιανή ερμηνεία. Άλλωστε, οι φυσικοί οργανισμοί διέπονται κι αυτοί, από πληθυσμιακούς νόμους, που δεν έχουν μελετηθεί σχεδόν καθόλου, αλλά ο ακριβής προσδιορισμός τους θα έχει αποφασιστική σημασία για την θεωρία της εξέλιξης των ειδών. Και ποιος έδωσε και προς αυτή την κατεύθυνση την οριστική ώθηση; Κανείς άλλος εξόν από τον Δαρβίνο», (Φ. Ενγκελς: «Αντί-Ντιριγκ», εκδ. «Αναγνωστίδης», σελ. 110-111).

Ενώ ο Ενγκελς διεισδύει πίσω από τις φιλοσοφικές συγχύσεις του Δαρβίνου, πολεμάει ανελέητα την εκμετάλλευση της καθυστέρησης του. Τα αποσπάσματα από την «Διαλεχτικής της Φύσης» που παραθέτει η σ. Κ. Λ., έχουν ακριβώς αυτό το στόχο. Χυδαίοι υλιστές, αντιδραστικοί, «κοινωνιολόγοι», όλων των ειδών οι επίγονοι, έπρεπε να ξεσκεπαστούν, και αυτό μπορούσε να γίνει με την όλο και μεγαλύτερη εμβάνθυση στον διαλεκτικό πυρήνα της δαρβινικής θεωρίας. Το λάθος της σ. Κ.Λ. βρίσκεται στο γεγονός ότι συγχέει το γράμμα με το πνεύμα του Ενγκελς και έτσι αντιμετωπίζει σαν απαράβατους διαλεκτικούς κανόνες κρίσεις και γνώμες του που αφορούν τρέχοντα καυτά επιστημονικά ζητήματα – τη φυσική επιλογή, τον αγώνα για την ύπαρξη – και που καθορίζονταν από το συγκεκριμένο επίπεδο της επιστημονικής γνώσης της εποχής του.

Ο ίδιος ο Ενγκελς ήταν πολύ προσεκτικός. Διατυπώνοντας τέτοιου είδους γνώμες, πάντα αφήνει την ίδια την πραγματικότητα και την επιστήμη να δώσει την τελική απάντηση. «Η Φύση είναι η απόδειξη της διαλεχτικής», τόνιζε. Η σ. Κ.Λ., όμως, οδηγείται σε μια εντελώς αντιφατική στάση μπροστά στο ζήτημα της φυσικής επιλογής χωρίς πραγματικά να την καταλαβαίνει. Ο Ενγκελς, παραλές της επιφυλάξεις του, δεν διστάζει να γράφει στην ίδια την «Διαλεχτικής της Φύσης»: «Ο Δαρβίνος δεν ήξερε τη πικρή σάτιρα έγραψε για την ανθρωπότητα, και ιδιαίτερα για τους συμπατριώτες του, όταν έδειξε ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, ο αγώνας για την ύπαρξη, που οι οικονομολόγοι εξυμνούν σαν το ανώτατο ιστορικό επίτευγμα, είναι η κανονική κατάσταση του ζωικού Βασιλείου», (Φ. Έγκελς: «Διαλεχτικής της Φύσης», εκδ. «Προγκρές», σελ. 35).

Όπως και να ‘χει, κανείς δεν θα φανταζόταν να πάρει σήμερα τις αναρίθμητες αναφορές του Έγκελς στην κατάσταση των φυσικών επιστημών τότε που υπάρχουν στη «Διαλεχτικής της Φύσης» (σε ένα έργο μάλιστα λέει ότι η φυσική επιστήμη απόδειξε το κληρονομήσιμο των επίκτητων χαρακτηριστικών) και να τις μεταφυτεύσει στη δική μας εποχή. Όπως θα ήταν παράλογο να στηριχτεί στις αναφορές του Λένιν για τον υποθετικό αιθέρα της κλασικής μηχανικής, στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό», για να απορρίψει τη θεωρία της σχετικότητας, προσθέτοντας μάλιστα και λίγη κριτική στον Αϊνστάιν γιατί επηρεάστηκε από τον Μαχ.

Επαναλαμβάνουμε: οι ηγέτες του κινήματος μας δεν ήταν βιολόγοι. Στόχος τους δεν ήταν η ανάπτυξη της φυσικής επιστήμης αλλά της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του διαλεκτικού υλισμού, σαν λογικής και θεωρίας της γνώσης. Η κριτική του Έγκελς για τον μαλθουσιανισμό του Δαρβίνου αποκαλύπτει πίσω από αυτό το ιδεολογικό προπέτασμα έναν νόμο της σκέψης. Το πώς «το προτσές της γνώσης προϋποθέτει σε ένα θεωρητικό επίπεδο αισθητηριακότητας και επιστήμης, ιδιαίτερα, την απόκτηση της “φαντασίας”.». Όχι όμως για την σ. Κ.Λ. Γι’ αυτήν, η μαλθουσιανή παρεκτροπή του Δαρβίνου σήμαινε την αντικατάσταση της αδιέξοδης επαγωγικής μεθόδου με την «υποθετικό-απαγωγική» μέθοδο (ΕΜΕ, Νο 29, σελ. 46). Αλλά χωρίς την συνθετική ανάλυση που ενώνει την επαγωγή με την απαγωγή, το ιστορικό με το λογικό, ο Δαρβίνος δεν θα είχε προχωρήσει πέρα από τους προγενέστερους του.

Η θεωρία του Μάλθους έπαιξε τον ρόλο μιας διαστρεβλωμένης μορφής, κυριαρχημένης από την ψεύτικη συνείδηση της κοινωνίας που ζούσε ο Δαρβίνος, στην οποία περιέχεται η «δημιουργική φαντασία». Όταν ο Έγκελς απορρίπτει τα «μαλθουσιανά ματογυάλια», δεν αντιπαραθέτει μια βιολογική θεωρία σε μια άλλη βιολογική θεωρία, αλλά αποκαλύπτει ότι πίσω τους κρύβεται η ανάγκη, βασισμένη στη διαλεχτικής φύση του γνωστικού προτσές, της επεξεργασίας και ανάπτυξης των εννοιών με τις οποίες η επιστήμη αντιμετωπίζει το εμπειρικό υλικό της. Το συμπέρασμα συνοψίζεται στον χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Τρότσκι: ένας ασυνείδητος διαλεχτικός. Αυτό δεν είναι παραδοξολογία, ούτε σχήμα λόγου. Εκφράζει μια πραγματική υλική αντίφαση.

Καταλήγοντας σ’ αυτό το ζήτημα, πρέπει να δούμε και την άποψη του Τρότσκι, που επίσης παρανοεί η σ. Κ.Λ. Στην ΕΜΕ Νο 28, σελ. 35-36, γράφει: «Ο Δαρβίνος, όπως έλεγε ο Τρότσκι, ήταν ένας «ασυνείδητος διαλεχτικός». Μολονότι με τη θεωρία του κατάφερε να φτάσει στις ανώτερες διαλεκτικές γενικεύσεις, τα όρια του ήταν ο εμπειρισμός του που τον οδήγησε στην εξίσωση των φυσικών με τα κοινωνικά φαινόμενα. “Παρόλα αυτά, δεν εκτιμάμε τον Δαρβίνο για την ανικανότητα του να υψωθεί μέχρι τη διαλεχτικής, αλλά, γιατί, παρά τη φιλοσοφική του καθυστέρηση, μας εξήγησε την προέλευση των ειδών. Ο Έγκελς, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, είχε εξοργιστεί από τον στενό εμπειρισμό της δαρβίνειας μεθόδου, παρότι κι αυτός, όπως ο Μαρξ, εκτίμησε αμέσως το μεγαλείο της θεωρίας της φυσικής επιλογής. Ο Δαρβίνος, αντίθετα, ως το τέλος της ζωής του, δεν γνώρισε, αλίμονο, τη σημασία της κοινωνιολογίας του Μαρξ. Αν ο Δαρβίνος είχε εμφανιστεί στον Τύπο ενάντια στη διαλεκτική ΄η τον υλισμό, ο Μαρξ και ο Έγκελς θα του επιτίθονταν με διπλάσια δύναμη, έτσι που να μην επιτρέψουν στο κύρος του να καλύψει την ιδεολογική αντίδραση», (Λ. Τρότσκι: «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού», εκδ. «Αλλαγή», σελ. 136).

Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι ο Τρότσκι βλέπει στον εμπειρισμό του Δαρβίνου τη ρίζα της υποτιθέμενης εξίσωσης φυσικών και κοινωνικών φαινομένων απόμερους του. Εκείνο που πράγματι συμβαίνει είναι ότι ο Τρότσκι εκθέτει με έναν συμπυκνωμένο τρόπο και σε απόλυτη συμφωνία με τον Έγκελς το ζήτημα που ήδη εξετάσαμε, της αντίφασης που εκφράζει ο επιστήμονας που αγνοεί τη διαλεχτικής και τον κίνδυνο ηθελημένης ΄η αθέλητης εκμετάλλευσης του. Χωρίς αλλά σχόλια, ας συγκρίνουμε το παραπάνω απόσπασμα με τα ίδια τα λόγια του Τρότσκι: «Η πιο ολοκληρωμένη, μέχρι σήμερα, έκφραση των νομών της διαλεχτικής που επικρατούν στη Φύση και στην κοινωνία, έχει δοθεί από τον Χέγκελ και τον Μαρξ. Παρά το γεγονός ότι ο Δαρβίνος δεν ενδιαφέρθηκε να επιβεβαιώσει τις λογικές του μέθοδες, ο εμπειρισμός του – ο εμπειρισμός μιας μεγαλοφυΐας – έφτασε στη σφαίρα της φυσικής επιστήμης, στις ανώτερες διαλεκτικές γενικεύσεις. Με αυτή την έννοια, ο Δαρβίνος ήταν… ένας “ασυνείδητος διαλεχτικός”. Παρόλα αυτά, δεν εκτιμάμε τον Δαρβίνο για την ανικανότητα του να υψωθεί μέχρι τη διαλεχτικής, αλλά, γιατί, παρά τη φιλοσοφική του καθυστέρηση, μας εξήγησε την προέλευση των ειδών. Ο Έγκελς, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, είχε εξοργιστεί από τον στενό εμπειρισμό της δαρβίνειας μεθόδου, παρότι κι αυτός, όπως ο Μαρξ, εκτίμησε αμέσως το μεγαλείο της θεωρίας της φυσικής επιλογής. Ο Δαρβίνος, αντίθετα, ως το τέλος της ζωής του, δεν γνώρισε, αλίμονο, τη σημασία της κοινωνιολογίας του Μαρξ. Αν ο Δαρβίνος είχε εμφανιστεί στον Τύπο ενάντια στη διαλεκτική ΄η τον υλισμό, ο Μαρξ και ο Έγκελς θα του επιτίθονταν με διπλάσια δύναμη, έτσι που να μην επιτρέψουν στο κύρος του να καλύψει την ιδεολογική αντίδραση», (Λ. Τρότσκι: «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού», εκδ. «Αλλαγή», σελ. 136).

Σ’ ένα επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε τα μεθοδολογικά προβλήματα που βάζει η δαρβινική θεωρία γύρω από τη σχέση ποσότητας και ποιότητας, συνέχειας και ασυνέχειας, τυχαίου και αναγκαιότητας. Εδώ τονίζουμε για άλλη μια φορά, ότι οι σχέσεις αυτές πρέπει να προσεγγίζονται σαν αντανάκλαση του προτσές του ίδιου του αντικειμενικού κόσμου και σαν κομβικά σημεία αυτού του προτσές στην ιστορική και λογική του ανάπτυξη. Μόνον έτσι, η αντικειμενική διαλεχτικής σε σύμπτωση με τη διαλεχτικής λογική και την υλιστική θεωρία της γνώσης μας κάνει ικανούς να ξεκινάμε από τον αντικειμενικό κόσμο και να αναπτύσσουμε την πράξη μας μέσα από το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης σύμφωνα με τις ιστορικές ανάγκες της πάλης για εξουσία.

31/12/2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου