Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Μια Ιστορική αναδρομή από το 1821 μέχρι το 1995

O
ΕΜΦΥΛΙΟΣ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ, Η ΔΕΞΙΑ, Ο ΣΤΑΛΙΝ, Ο ΤΣΟΡΤΣΙΛ ΚΑΙ Η ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΕΛΛΗ
ΝΙΚΗ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1940 – 1949!

Στο Φόρουμ του Πολιτικού Καφενείου έχουν
γίνει πολλές συζητήσεις για τον Εμφύλιο του 1940 – ’49, την Αριστερά τη Δεξιά
και τις συμφωνίες του Στάλιν και του Τσόρτσιλ για την τύχη της Ελληνικής
Επανάστασης 1940 – 49. Με αφορμή συζητήσεις που γίνονται στο Φόρουμ του
ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ θα επιχειρήσω μια μικρή ιστορική αναδρομή για να καταθέσω
και τη δική μου άποψη για την ηρωική εκείνη μα και συνάμα τραγική, περίοδο. (ΦΩΝΗ
ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

1 Απρίλη 1985)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΗΧΟΣ
Είναι ξεκάθαρο για μας τους Μαρξιστές ότι στη σύγχρονη κοινωνία η μόνη τάξη που μπορεί πλήρως και ασυμβίβαστα να αντιπαραταχθεί στην άρχουσα τάξη, η μόνη πραγματικά με συνέπεια επαναστατική τάξη είναι η εργατική τάξη. Από την ίδια τη θέση της μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή είναι ο ιστορικός φορέας των νέων, ανώτερων παραγωγικών σχέσεων του σοσιαλισμού και η δύναμη για την κατάργηση κάθε μορφής οικονομικής εκμετάλλευσης και κρατικής καταπίεσης, για την κατάργηση των τάξεων και της ταξικής κοινωνίας. Για το γκρέμισμα του καπιταλισμού αυτή τη φορά οριστικά και αμετάκλητα.

Ο επαναστατικός ρόλος της εργατικής τάξης βρίσκει την κορυφαία εκδήλωση στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και παρακμής της. Αρρηκτα δεμένη με τις παραδόσεις του μπολσεβικικού Οκτώβρη, με ανύπαρκτη τότε την σοσιαλδημοκρατία στις συνθήκες της ιστορικής καθυστέρησης της χώρας, η εργατική τάξη σφυρηλατήθηκε μέσα από συνεχείς και σκληρότατες συγκρούσεις όχι μόνο με την εργοδοσία, αλλά κι άμεσα με το καταπιεστικό καπιταλιστικό κράτος, συσσωρεύοντας μια τεράστια πείρα αγώνων ενάντια σ’ όλες τις μορφές δράσης από τις τοπικές απεργίες και τα συλλαλητήρια στην Γενική Απεργία και μέχρι την κορυφαία μορφή του ένοπλου επαναστατικού αγώνα, όπως το 1941 – ’49.

Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο κύριες τάξεις της κοινωνίας έχει τη δυναμική να εξελίσσεται γοργά και απότομα σε ανοιχτό ταξικό πόλεμο λόγω των εξής ιδιαίτερων ιστορικών όρων.
Α) Η ελληνική αστική τάξη (μπουρζουαζία) «γεννήθηκε γριά» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Παντελή Πουλιόπουλου. Εξάντλησε την αποστολή της χωρίς ποτέ να την ολοκληρώσει, σε μια εποχή όπου διεθνώς το καπιταλιστικό σύστημα είχε εξαντλήσει τις ιστορικές δυνατότητές του. Στην περίοδο της επαναστατικής της ανόδου, η εθνικοαστική της επανάσταση του 1821 διακόπηκε απότομα από την αλληλεπίδραση των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων με τις εσωτερικές της αντιφάσεις κι αδυναμίες. Τερματίστηκε τελεσίδικα, χωρίς ποτέ να τελειώσει για να ακολουθήσει μια μακριά περίοδος πολιτικών επαναστάσεων (1843-1862), πολέμων και πραξικοπημάτων μέχρι την τελική διαμόρφωση του αστικού κράτους πάνω στα ερείπια της μικρασιατικής καταστροφής. Λόγω της ιστορικής του καθυστέρησης και αδυναμίας, ο ελληνικός καπιταλισμός ενσωματώθηκε στην παγκόσμια οικονομία, κάτω από όρους κυριαρχίας των προηγούμενων καπιταλιστικών κέντρων της Δύσης πάνω στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, και υποτάχτηκε σ’ αυτούς. Η υποταγή στα μητροπολιτικά κέντρα δεν είναι εμπόδιο στην συσσώρευση του κεφαλαίου, όπως στις αποικίες και μισοαποικίες, αλλά προϋπόθεσή της. Η υποτελής σχέση της με τους ξένους «προστάτες» της δεν σβήνει αλλά κορυφώνεται στην ιμπεριαλιστική εποχή καθώς αντιμετωπίζει μαζί με την μόνιμη οικονομική κρίση την απειλή του προλεταριάτου κι ενός ελληνικού Οκτώβρη.
Β) Απουσιάζουν ιστορικά μια φεουδαρχική αριστοκρατία και μια κυριαρχούσα μάζα ακτημόνων αγροτών σε σύγκρουση μαζί της.
Γ) Γι’ αυτό τον λόγο ανάμεσα στους δύο αντίθετους ταξικούς πόλους της κοινωνίας απλώνεται μια λαοθάλασσα αγροτικών μικρονοικοκυριών και μικροαστικής φτωχολογιάς των πόλεων (μικροεπαγγελματίες, βιοτέχνες, μικρέμποροι κλπ.).
Αυτή η πολυπληθής πληβειακή (κατώτερη μικροαστική) μάζα ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στους δύο αντίθετους πόλους. Η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να κυβερνά χωρίς να αναζητά διαρκώς και να βρίσκει στηρίγματα στα μικροαστικά στρώματα. Από την άλλη μεριά, η διαρκής διάψευση των προσδοκιών αυτών των στρωμάτων από τον κλυδωνιζόμενο καπιταλισμό και προπαντός η γοργή εξαθλίωση που φέρνει η ανατροπή της σαθρής κοινωνικής ισορροπίας από κάθε έξαρση της παγκόσμιας κρίσης, τα σπρώχνει να βρουν τον φυσικό σύμμαχο και καθοδηγητή τους στο προλεταριάτο. Το αν κερδηθούν ή όχι από το προλεταριάτο – πράγμα καίριας σημασίας για την νίκη του εξαρτάται από το αν τους πείθει ότι μπορεί να αναδειχθεί στον ηγεμόνα του επαναστατημένου Έθνους, βγάζοντας την κοινωνία από την κρίση. Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα αν ο λαϊκός ριζοσπαστισμός πισωγυρίσει σε αστικό συντηρητισμό ή αντίθετα, κάνει το άλμα προς την προλεταριακή επανάσταση ανάγεται στο ζήτημα της πολιτικής-ιδεολογικής ηγεσίας του ίδιου του προλεταριάτου. Η ποσοτική-αριθμητική σχέση εργατών και μικροαστών έχει σχετική σημασία, καθώς οι μικροαστοί δεν μπορούν να παίξουν ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο και οι εργάτες έχουν το αποφασιστικό κοινωνικό ειδικό βάρος. Ολη η πείρα των επαναστάσεων του 19ου και του 20ού αιώνα, μαζί και η ελληνική σοσιαλιστική επανάσταση του 1941-49, το αποδείχνει.

Ξανά είναι η εξέταση των ιστορικών συνθηκών διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης που επιτρέπει να δούμε το πώς συντελείται το άλμα από τον μικροαστικό λαϊκό ριζοσπαστισμό στον επαναστατικό σοσιαλισμό και πώς, αντίθετα, η διάλυση του σοσιαλισμού στον μικροαστικό ριζοσπαστισμό και του μικροαστικού ριζοσπαστισμού στον αντιδραστικό συντηρητισμό.

Τα πληβειακά στρώματα, από τα οποία γεννιέται και η εργατική τάξη και προς τα οποία συχνά επιστρέφει, έχουν μια μακρότατη ριζοσπαστική παράδοση που έχει τις ρίζες της στη διακοπή της εθνικοαστικής επανάστασης και στην αντιμετώπιση (ή μη-αντιμετώπιση) του αγροτικού προβλήματος από την άρχουσα τάξη και το ανεξάρτητο κράτος της. Οι λεγόμενες «εθνικές γαίες» (η κτηματική περιουσία που κατείχαν προηγούμενα οι τούρκοι γαιοκτήμονες) δεν μοιράστηκαν ούτε στους φτωχούς αγρότες ούτε σε έλληνες γαιοκτήμονες, αλλά μπήκαν ενέχυρο για την απόκτηση κρατικών δανείων για τη συντήρηση του νεοϊδρυμένου κράτους με την απελπιστικά στενή οικονομική βάση. Η οργανική αδυναμία και οι αντιφάσεις αυτής της οικονομικής βάσης καθόρισαν την ανόρθωση ενός υδροκέφαλου κρατικού εποικοδομήματος για τον έλεγχό τους. Μόνο η πρόσβαση σ’ αυτό το υπερτροφικό – και κηδεμονευόμενο από τον ξένο παράγοντα – κράτος επέτρεπε μερίδιο στη μοιρασιά του πλεονάσματος.

Αυτοί οι ιστορικοί όροι έφεραν από την αρχή την φτωχή αγροτιά και τα άλλα μικροαστικά στρώματα σε άμεση σύγκρουση, όχι με κάποιον γαιοκτήμονα ή εργοδότη, αλλά κατευθείαν με το ίδιο το κράτος. Το κράτος ταυτίστηκε με την πηγή κάθε κοινωνικού κακού. Εδώ βρίσκεται το ριζοσπαστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των καταπιεσμένων, αλλά και ταυτόχρονα το όριό της.

Τα στρώματα αυτά βλέπουν στο κράτος, τόσο την πηγή των κοινωνικών δεινών, όσο και τη λύση τους εφόσον «οι κατάλληλοι άνθρωποι – προστάτες του λαού, τα κατάλληλα φιλολαϊκά πολιτικά κόμματα» αναλάβουν τη διαχείρισή του. Αυτή είναι η πεμπτουσία 150 περίπου χρόνων λαϊκισμού.

Τα αστικά πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα μετά την αρχή της εκβιομηχάνισης και το σχηματισμό των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, της φιλελεύθερης βιομηχανικής μπουρζουαζίας και της παραδοσιακής συντηρητικής μερίδας της συνδεμένης με το υπερτροφικό-παρασιτικό κράτος και την υπαλληλική γραφειοκρατία του, στήσαν παντού τα δικά τους συστήματα πολιτικής πατρωνείας-δυσαρέσκειας από τα κοινωνικά προβλήματα ενάντια στους πολιτικούς τους αντιπάλους. Η εντονότατη πολιτικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης συνοδεύτηκε από την ρηχότητά της, καθώς καθοδηγούσε μια πράξη που δεν έθιγε τις κοινωνικές ρίζες της κακοδαιμονίας, και αναπαρήγε το σύστημα σταματώντας εκεί που ξεκινούσε: μπροστά στο ιερό τέρας του κράτους.

Η πρώτη ποιοτική ρήξη από τον λαϊκισμό έγινε από τη νεαρή εργατική τάξη, όταν ξέσπασε η παγκόσμια ιμπεριαλιστική κρίση και με την άμεση ώθηση της Ρώσικης Επανάστασης. Οι πρωτοπόροι εργάτες και νεολαίοι διανοούμενοι σύμμαχοί τους είδαν στο έμπρακτο παράδειγμα της σοβιετικής Ρωσίας ότι η λύση του κοινωνικού προβλήματος δεν έρχεται με την αλλαγή προσωπικού και διαχείρισης του αστικού κράτους, αλλά με την επαναστατική συντριβή του και την αντικατάστασή του από ένα νέο είδος κράτους, το εργατικό κράτος που στηρίζεται στη συμμαχία με την φτωχή αγροτιά. Π¨ανω σ’ αυτή τη βάση έγινε το πρώτο άλμα στην κατάκτηση της πολιτικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου, με την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου εργατικού κόμματος, του ΣΕΚΕ, το 1918, αφετηρία και για την συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών πάνω σε πολιτική κι όχι στενά σε οικονομική βάση.

Η άνοδος της παγκόσμιας επανάστασης μετά το 1917, έφερε τη ρήξη από τον λαϊκισμό. Η οπισθοχώρησή της, όμως, στη δεκαετία του ’20, οι ήττες και η άνοδος του σταλινισμού έφεραν το πισωγύρισμα σ’ αυτόν, περιπλεγμένο με όλες τις σταλινικές κατασκευές: από την αναβίωση της μενσεβίκικης θεωρίας των σταδίων στο 5ο και 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην περιβόητη πλατφόρμα του 1934, που «ανακάλυπτε» ότι η επερχόμενη ελληνική επανάσταση θα είναι αστική-δημοκρατική, ανοίγοντας το δρόμο στις «λαϊκομετωπικές ταξικές συνεργασίες» με μερίδες της άρχουσας τάξης και των κομμάτων της, ιδιαίτερα μετά το Εβδομο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, με καταστροφικά αποτελέσματα το 1936 και προπαντός το 1944.
Η εργατική τάξη αφοπλίστηκε ιδεολογικά από τον σταλινισμό ακριβώς την περίοδο της διαμόρφωσής της και της εισβολής της στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Το διεθνές κράχ του ’29 είχε εκρηκτικές συνέπειες στην Ελλάδα, φέρνοντας την κρατική πτώχευση του 1932 και την κορύφωση της σύγκρουσης των δύο παραδοσιακών αστικών πολιτικο-στρατιωτικών συγκροτημάτων. Μόνο η τροτσκιστική οργάνωση του «Μπολσεβίκου» κάτω από την ηγεσία του Γιώργου Βιτσώρη, διέβλεψε στο πλαστηρικό πραξικόπημα του 1935, πέρα από την τελική αναμέτρηση βενιζελικών – αντιβενιζελικών την ανάπτυξη μιας επαναστατικής κατάστασης που ωθούσε την εργατική τάξη στο επίκεντρο, βάζοντας το ζήτημα της εξουσίας της για πρώτη φορά στην ημερήσια διάταξη.

Η πρόγνωση επιβεβαιώθηκε στα επαναστατικά γεγονότα του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη. Αλλά η Γενική Απεργία προδόθηκε από τη λαϊκομετωπική ταξική συνεργασία των σταλινικών με τους αστούς φιλελεύθερους και η επαναστατική κατάσταση μετατράπηκε στο αντίθετό της, οδηγώντας στην μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου, την πρώτη καθαρά αντικομμουνιστική δικτατορία στην Ελλάδα μέχρι τότε.
Ο επαναστατικός Μάης του ’36 ήταν μόνο το προανάκρουσμα του εμφύλιου πολέμου στην επόμενη δεκαετία. .

Η έκρηξη των διεθνών ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε τη χώρα στη δίνη της κοινωνικής επανάστασης. Το μαζικό κίνημα αντίστασης ενάντια στη χιτλερική – φασιστική καταπίεση ήταν η απαρχή της επανάστασης. Οι αγροτικές μάζες της υπαίθρου και οι εξαθλιωμένοι πληβείοι της πόλης συσπειρώθηκαν γύρω από την εργατική τάξη και το παραδοσιακό της κόμμα, το σταλινικό ΚΚΕ, σαν τον ηγεμόνα του εξεγερμένου έθνους, καθώς η άρχουσα τάξη (μπουρζουαζία) ταυτιζόταν με τις αρχές Κατοχής ή αυτοεξοριζόταν στις αγγαλιές των βρετανών προστατών της στο Κάιρο.

Οι σταλινικοί ηγέτες, κατ’ εντολή του Κρεμλίνου, έκαναν ότι μπορούσαν για να σβήσουν τα ταξικά χαρακτηριστικά του αγώνα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, για να μην κινδυνέψει η συμμαχία του Στάλιν με τον Τσόρτσιλ, συνδυάζοντας τον πιο έξαλλο σωβινισμό και λαϊκισμό με τη συστηματική εξόντωση των τροτσκιστών και κάθε υπερασπιστή των ανεξάρτητων ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η υποταγή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στους «Συμμάχους» και στο φάντασμα της μπουρζουαζίας είχε τα γνωστά τραγικά της αποτελέσματα.
Στο τέλος του πολέμου η δυαδική εξουσία που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στην «Ελλάδα του βουνού» και την «ελλάδα των αρχών Κατοχής, των Ράλληδων και των ταγματασφαλιτών» κατέληγε στην επαναστατική επικράτηση των εργατών και των αγροτών. Οι προδοτικές, όμως, συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας αναβίωσαν με αντιδραστικό τρόπο την δυαδική εξουσία. Ξανάρχονταν τα ένοπλα σώματα της άρχουσας τάξης και των ιμπεριαλιστών πατρώνων της – το κράτος της.

Απέναντί του ορθώνονταν τα ένοπλα σώματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, των εργατών και των αγροτών, το κράτος τους. Η ολέθρια παγίδα που στήθηκε και η αυταπάτη που έσπειραν οι σταλινικοί για συγχώνευσή τους, (σας θυμίζει τίποτα αυτό; Για συμμαχίες με τους ακροδεξιούς που γράφτηκαν στο Φόρουμ του Πολιτικού Καφενείου;) έφεραν την αναπόφευκτη δεκεμβριανή σύγκρουση των δύο εξουσιών, κάτω από τους δυσμενέστερους όρους για τους επαναστάτες. Η προδοσία της Βάρκιζας αποκορύφωσε την τραγωδία, οδηγώντας στον σφαγιασμό της ελληνικής σοσιαλιστικής επανάστασης στο βωμό των συμφωνιών του Στάλιν με τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ στην Γιάλτα, αφού πέρασε κι από τον απεγνωσμένο όσο και εξίσου προδομένο ένοπλο αγώνα του δεύτερου αντάρτικου. Για να τιθασευτεί τελικά το δυναμικό της επανάστασης χρειάστηκε σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία.

Παρόλη την άδοξη νίκη της αστικής τάξης – που την οφείλει αποκλειστικά στην σταλινική προδοσία και στις ξένες λόγχες των ιμπεριαλιστών προστατών της – τίποτα πιά δεν μπορεί να παραμείνει ίδιο στη νεοελληνική αστική κοινωνία. Μέσα σε όλους τους σπασμούς τα ζίγκ-ζάγκ και τις διακοπές της ιστορικής της εξέλιξης, ο εμφύλιος της δεκαετίας του ’40 χάραξε την πιο βαθιά και αγεφύρωτη τομή. Όλα από εδώ και εμπρός πρέπει να τίθενται σε αναφορά προς αυτόν.

ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, 1 Απρίλη 1985, ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου